συγκαταιρέω: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> [[συγκαθαιρέω]].
|btext=<i>ion. c.</i> [[συγκαθαιρέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''συγκαταιρέω:''' ион. = [[συγκαθαιρέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συγκαταιρέω Ion. voor συγκαθαιρέω.
|elnltext=συγκαταιρέω Ion. voor συγκαθαιρέω.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκαταιρέω:''' ион. = [[συγκαθαιρέω]].
}}
}}

Revision as of 15:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταιρέω Medium diacritics: συγκαταιρέω Low diacritics: συγκαταιρέω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΙΡΕΩ
Transliteration A: synkatairéō Transliteration B: synkataireō Transliteration C: sygkataireo Beta Code: sugkataire/w

English (LSJ)

v. συγκαθαιρέω.

German (Pape)

[Seite 965] ion. statt συγκαθαιρέω, Her.

French (Bailly abrégé)

ion. c. συγκαθαιρέω.

Russian (Dvoretsky)

συγκαταιρέω: ион. = συγκαθαιρέω.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταιρέω: Ἰωνικ. ἀντὶ συγκαθαιρέω, Ἡρόδ.

Greek Monotonic

συγκαταιρέω: Ιων. αντί συγκαθαιρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκαταιρέω Ion. voor συγκαθαιρέω.