συνεπιφάσκω: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />parler comme un autre, être du même avis.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιφάσκω]].
|btext=<i>seul. prés.</i><br />parler comme un autre, être du même avis.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιφάσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπιφάσκω:''' [[высказывать согласие]], [[соглашаться]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[συναινώ]], [[συνομολογώ]], [[συμφωνώ]] για [[κάτι]] ή σε [[κάτι]] («τὸν κόλακα φωράσεις ἀεὶ συνεπιφάσκοντα και συναποφαινόμενον», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπιφάσκω]] «[[ισχυρίζομαι]]»].
|mltxt=Α<br />[[συναινώ]], [[συνομολογώ]], [[συμφωνώ]] για [[κάτι]] ή σε [[κάτι]] («τὸν κόλακα φωράσεις ἀεὶ συνεπιφάσκοντα και συναποφαινόμενον», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπιφάσκω]] «[[ισχυρίζομαι]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπιφάσκω:''' [[высказывать согласие]], [[соглашаться]] Plut.
}}
}}

Revision as of 15:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιφάσκω Medium diacritics: συνεπιφάσκω Low diacritics: συνεπιφάσκω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΦΑΣΚΩ
Transliteration A: synepipháskō Transliteration B: synepiphaskō Transliteration C: synepifasko Beta Code: sunepifa/skw

English (LSJ)

assent also, Plu.2.63c.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
parler comme un autre, être du même avis.
Étymologie: σύν, ἐπιφάσκω.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιφάσκω: высказывать согласие, соглашаться Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιφάσκω: ἐπιφάσκω ὁμοῦ, ἐπιβεβαιῶ ὅ,τι λέγει τις, λέγω ναὶ εἰς τοὺς λόγους αὐτοῦ, τὸν κόλακα φωράσας ἀεὶ συνεπιφάσκοντα Πλούτ. 2. 63C.

Greek Monolingual

Α
συναινώ, συνομολογώ, συμφωνώ για κάτι ή σε κάτι («τὸν κόλακα φωράσεις ἀεὶ συνεπιφάσκοντα και συναποφαινόμενον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιφάσκω «ισχυρίζομαι»].