συνερανισμός: Difference between revisions
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />contribution, collecte, cotisation.<br />'''Étymologie:''' [[συνερανίζω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />contribution, collecte, cotisation.<br />'''Étymologie:''' [[συνερανίζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνερᾰνισμός:''' ὁ [[собирание]], [[сбор]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α [[συνερανίζω]]<br /><b>1.</b> [[συνεισφορά]] από κοινού με άλλους<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συγκέντρωση]] δανείων γνώσεων, [[λογοκλοπή]]. | |mltxt=ὁ, Α [[συνερανίζω]]<br /><b>1.</b> [[συνεισφορά]] από κοινού με άλλους<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συγκέντρωση]] δανείων γνώσεων, [[λογοκλοπή]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 3 October 2022
English (LSJ)
ὁ, gathering in, collecting, Plu.2.992a.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
contribution, collecte, cotisation.
Étymologie: συνερανίζω.
Russian (Dvoretsky)
συνερᾰνισμός: ὁ собирание, сбор Plut.
Greek (Liddell-Scott)
συνερᾰνισμός: ὁ, τὸ συνερανίζειν, συλλέγειν, χαίρειν ἐῶσα τὸν παρ’ ἑτέρων διὰ μαθήσεως τοῦ φρονεῖν συνερανισμὸν Πλούτ. 2. 992Α.
Greek Monolingual
ὁ, Α συνερανίζω
1. συνεισφορά από κοινού με άλλους
2. μτφ. συγκέντρωση δανείων γνώσεων, λογοκλοπή.