ταυρόκερως: Difference between revisions

From LSJ

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ωτος (ὁ, ἡ)<br />aux cornes de taureau.<br />'''Étymologie:''' [[ταῦρος]], [[κέρας]].
|btext=ωτος (ὁ, ἡ)<br />aux cornes de taureau.<br />'''Étymologie:''' [[ταῦρος]], [[κέρας]].
}}
{{elru
|elrutext='''ταυρόκερως:''' ωτος adj. с бычачьими рогами ([[θεός]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ταυρόκερως:''' -ωτος, ὁ, ἡ ([[κέρας]]), αυτός που έχει κέρατα ταύρου, σε Ευρ.
|lsmtext='''ταυρόκερως:''' -ωτος, ὁ, ἡ ([[κέρας]]), αυτός που έχει κέρατα ταύρου, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ταυρόκερως:''' ωτος adj. с бычачьими рогами ([[θεός]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ταυρό-κερως, ωτος, ὁ, ἡ, [[κέρας]]<br />[[bull]]-[[horned]], Eur.
|mdlsjtxt=ταυρό-κερως, ωτος, ὁ, ἡ, [[κέρας]]<br />[[bull]]-[[horned]], Eur.
}}
}}

Revision as of 16:03, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυρόκερως Medium diacritics: ταυρόκερως Low diacritics: ταυρόκερως Capitals: ΤΑΥΡΟΚΕΡΩΣ
Transliteration A: taurókerōs Transliteration B: taurokerōs Transliteration C: tavrokeros Beta Code: tauro/kerws

English (LSJ)

-ωτος, ὁ, ἡ, bull-horned, E. Ba. 100 (lyr.), Euph. 14, Orph. H. 52.2.

German (Pape)

[Seite 1073] ωτος, ὁ, ἡ, mit Stierhörnern, θεός, Eur. Bacch. 100, wie Euphor. lr. 14.

French (Bailly abrégé)

ωτος (ὁ, ἡ)
aux cornes de taureau.
Étymologie: ταῦρος, κέρας.

Russian (Dvoretsky)

ταυρόκερως: ωτος adj. с бычачьими рогами (θεός Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ταυρόκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κέρατα ταύρου, Εὐρ. Βάκχ. 100, Ὀρφ. Ὕμν. 52. 2.

Greek Monolingual

-έρωτος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει κέρατα ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -κερως (< κέρας), πρβλ. ῥινό-κερως].

Greek Monotonic

ταυρόκερως: -ωτος, ὁ, ἡ (κέρας), αυτός που έχει κέρατα ταύρου, σε Ευρ.

Middle Liddell

ταυρό-κερως, ωτος, ὁ, ἡ, κέρας
bull-horned, Eur.