τρωγλοδυτικός: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=trwglodutiko/s | |Beta Code=trwglodutiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> of or for [[dwellers in holes]], <b class="b3">ζῷα τ</b>. animals [[that dwell in holes]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span> 488a23</span>, al. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of or belonging to the [[Troglodytes]], v. [[Τρωγοδυτικός]]. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[τρωγλοδυτική]], v. [[τρωγλῖτις]].</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> of or for [[dwellers in holes]], <b class="b3">ζῷα τ</b>. animals [[that dwell in holes]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span> 488a23</span>, al. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of or belonging to the [[Troglodytes]], v. [[Τρωγοδυτικός]]. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[τρωγλοδυτική]], v. [[τρωγλῖτις]].</span> | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρωγλοδῠτικός:''' [[живущий в норе]], [[пещерный]]: τὰ τρωγλοδυτικά (sc. ζῷα) Arst. животные, обитающие в норах. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό /[[τρωγλοδυτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τρωγλοδύτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους [[Τρωγλοδύτες]]<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>η Τρωγλοδυτική</i><br />(ενν. [[χώρα]]) η [[χώρα]] τών Τρωγλοδυτών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ζει σε τρώγλες, σε σπηλιές («ζώα τρωγλοδυτικά», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> το [[φυτό]] [[σμύρνα]], τρωγλῑτις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τρωγλοδυτικῶς</i> Α<br />όπως ο [[τρωγλοδύτης]] («τρωγλοδυτικῶς οἰκεῖν», <b>Στράβ.</b>). | |mltxt=-ή, -ό /[[τρωγλοδυτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τρωγλοδύτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους [[Τρωγλοδύτες]]<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>η Τρωγλοδυτική</i><br />(ενν. [[χώρα]]) η [[χώρα]] τών Τρωγλοδυτών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ζει σε τρώγλες, σε σπηλιές («ζώα τρωγλοδυτικά», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> το [[φυτό]] [[σμύρνα]], τρωγλῑτις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τρωγλοδυτικῶς</i> Α<br />όπως ο [[τρωγλοδύτης]] («τρωγλοδυτικῶς οἰκεῖν», <b>Στράβ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 16:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A of or for dwellers in holes, ζῷα τ. animals that dwell in holes, Arist.HA 488a23, al. II of or belonging to the Troglodytes, v. Τρωγοδυτικός. III τρωγλοδυτική, v. τρωγλῖτις.
Russian (Dvoretsky)
τρωγλοδῠτικός: живущий в норе, пещерный: τὰ τρωγλοδυτικά (sc. ζῷα) Arst. животные, обитающие в норах.
Greek (Liddell-Scott)
τρωγλοδῠτικός: -ή, -όν, ὁ ζῶν ἐν τρώγλαις, ζῷα τρωγλοδυτικά, ζῷα ζῶντα ἐν τρώγλαις, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 27. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἀρμόζων εἰς τοὺς Τρωγλοδύτας. Στράβ. 768, κλπ.· ὡσαύτως ἡ τρωγλοδύτις. Διόδ. 1. 30. - Ἐπίρρ. -δυτικῶς, δίκην Τρωγλοδύτου, Στράβ. 828.
Greek Monolingual
-ή, -ό /τρωγλοδυτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τρωγλοδύτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τρωγλοδύτες
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Τρωγλοδυτική
(ενν. χώρα) η χώρα τών Τρωγλοδυτών
αρχ.
1. αυτός που ζει σε τρώγλες, σε σπηλιές («ζώα τρωγλοδυτικά», Αριστοτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. το φυτό σμύρνα, τρωγλῑτις.
επίρρ...
τρωγλοδυτικῶς Α
όπως ο τρωγλοδύτης («τρωγλοδυτικῶς οἰκεῖν», Στράβ.).