φοβητικός: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />craintif, timide.<br />'''Étymologie:''' [[φοβέω]]. | |btext=ή, όν :<br />craintif, timide.<br />'''Étymologie:''' [[φοβέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φοβητικός:''' [[боязливый]], [[робкий]] Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φοβητικός:''' -ή, -όν (φοβέομαι), αυτός που υπόκειται στο φόβο, τρομαγμένος, [[φοβιτσιάρης]], σε Αριστ. | |lsmtext='''φοβητικός:''' -ή, -όν (φοβέομαι), αυτός που υπόκειται στο φόβο, τρομαγμένος, [[φοβιτσιάρης]], σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[φοβητικός]], ή, όν [φοβέομαι]<br />[[liable]] to [[fear]], [[fearful]], [[timid]], Arist. | |mdlsjtxt=[[φοβητικός]], ή, όν [φοβέομαι]<br />[[liable]] to [[fear]], [[fearful]], [[timid]], Arist. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, fearful, timid, Arist.Pol.1342a12.
German (Pape)
[Seite 1294] 1) schreckend, furchtbar. – 2) furchtsam, Arist. pol. 8, 7.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
craintif, timide.
Étymologie: φοβέω.
Russian (Dvoretsky)
φοβητικός: боязливый, робкий Arst.
Greek (Liddell-Scott)
φοβητικός: -ή, -όν, ὑποκείμενος εἰς φόβον, δειλός, Ἀριστ Πολιτ. 8. 7, 5.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φοβητός
αυτός που διακατέχεται από φόβο.
Greek Monotonic
φοβητικός: -ή, -όν (φοβέομαι), αυτός που υπόκειται στο φόβο, τρομαγμένος, φοβιτσιάρης, σε Αριστ.
Middle Liddell
φοβητικός, ή, όν [φοβέομαι]
liable to fear, fearful, timid, Arist.