φυκίς: Difference between revisions

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />la femelle d'un poisson qui vit dans les algues.<br />'''Étymologie:''' [[φῦκος]].
|btext=ίδος (ἡ) :<br />la femelle d'un poisson qui vit dans les algues.<br />'''Étymologie:''' [[φῦκος]].
}}
{{elru
|elrutext='''φῡκίς:''' ίδος ἡ самка рыбы [[φύκης]] Arst., Plut., Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(λόγ. τ.) <b>ζωολ.</b> α) [[γένος]] θαλάσσιων γαδόμορφων ιχθύων τών εύκρατων περιοχών<br />β) [[γένος]] ετερόνευρων λεπιδόπτερων εντόμων<br /><b>αρχ.</b><br />θηλ. τ. του [[φύκης]]. [[ΕΤΥΜΟΛ</i>. <span style="color: red;"><</span> [[φύκης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>συναγρ</i>-<i>ίς</i>). Η λ. ως όρος της νεοελλ. [[είναι]] αντιδάνειο, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>phycis]].
|mltxt=-[[ίδος]], η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(λόγ. τ.) <b>ζωολ.</b> α) [[γένος]] θαλάσσιων γαδόμορφων ιχθύων τών εύκρατων περιοχών<br />β) [[γένος]] ετερόνευρων λεπιδόπτερων εντόμων<br /><b>αρχ.</b><br />θηλ. τ. του [[φύκης]]. [[ΕΤΥΜΟΛ</i>. <span style="color: red;"><</span> [[φύκης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>συναγρ</i>-<i>ίς</i>). Η λ. ως όρος της νεοελλ. [[είναι]] αντιδάνειο, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>phycis]].
}}
{{elru
|elrutext='''φῡκίς:''' ίδος ἡ самка рыбы [[φύκης]] Arst., Plut., Anth.
}}
}}

Revision as of 16:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡκίς Medium diacritics: φυκίς Low diacritics: φυκίς Capitals: ΦΥΚΙΣ
Transliteration A: phykís Transliteration B: phykis Transliteration C: fykis Beta Code: fuki/s

English (LSJ)

ἡ, v. φύκης.

German (Pape)

[Seite 1313] ίδος, ἡ, das Weibchen des Fisches φύκης, Arist. H. A. 8, 2; Alexis bei Ath. III, 107 (V. 12); λιμενῖτις, ἐρυθρή, Apollnds 7. 23 (VI, 105. VII, 702).

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
la femelle d'un poisson qui vit dans les algues.
Étymologie: φῦκος.

Russian (Dvoretsky)

φῡκίς: ίδος ἡ самка рыбы φύκης Arst., Plut., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

φῡκίς: ἡ ἴδε ἐν λ. φύκης.

Greek Monolingual

-ίδος, η, ΝΑ
νεοελλ.
(λόγ. τ.) ζωολ. α) γένος θαλάσσιων γαδόμορφων ιχθύων τών εύκρατων περιοχών
β) γένος ετερόνευρων λεπιδόπτερων εντόμων
αρχ.
θηλ. τ. του φύκης. [[ΕΤΥΜΟΛ. < φύκης + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. συναγρ-ίς). Η λ. ως όρος της νεοελλ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. νεολατ. phycis]].