φορμοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1300.png Seite 1300]] Körbe, Matten, Decken, Holzbündel tragend; D. L. 9, 8,14; Ath. 354 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1300.png Seite 1300]] Körbe, Matten, Decken, Holzbündel tragend; D. L. 9, 8,14; Ath. 354 c.
}}
{{elru
|elrutext='''φορμοφόρος:''' ὁ [[носильщик]] Diog. L.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρει φορμούς, πλεκτά σκεύη ή δεμάτια ξύλων<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Φορμοφόροι</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Ερμίππου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φορμός]] «πλεκτό [[σκεύος]], [[καλάθι]]» <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρει φορμούς, πλεκτά σκεύη ή δεμάτια ξύλων<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Φορμοφόροι</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Ερμίππου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φορμός]] «πλεκτό [[σκεύος]], [[καλάθι]]» <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''φορμοφόρος:''' ὁ [[носильщик]] Diog. L.
}}
}}

Revision as of 16:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορμοφόρος Medium diacritics: φορμοφόρος Low diacritics: φορμοφόρος Capitals: ΦΟΡΜΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: phormophóros Transliteration B: phormophoros Transliteration C: formoforos Beta Code: formo/foros

English (LSJ)

(parox.), ὁ, porter, Epicur.Fr.172: οἱ Φορμοφόροι = Mat-carriers, Basket carriers, name of a play by Hermippus.

German (Pape)

[Seite 1300] Körbe, Matten, Decken, Holzbündel tragend; D. L. 9, 8,14; Ath. 354 c.

Russian (Dvoretsky)

φορμοφόρος:носильщик Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

φορμοφόρος: ὁ, ἀχθοφόρος, Διογ. Λ. 9. 53, Ἀθήν. 354C· οἱ φορμοφόροι, ὄνομα κωμῳδίας τοῦ Ἑρμίππου.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αυτός που μεταφέρει φορμούς, πλεκτά σκεύη ή δεμάτια ξύλων
2. ως κύριο όν. Φορμοφόροι
τίτλος κωμωδίας του Ερμίππου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορμός «πλεκτό σκεύος, καλάθι» + -φόρος].