φόλλις: Difference between revisions
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1298.png Seite 1298]] ἡ, auch ὁ (aus dem lat. follis), ein einfaches Geldstück, ein Sestertius u. s. w., [[χώνη]] φόλλιν ἄγουσα φερέσβιον Pallad. in paralip. 67 (IX, 528). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1298.png Seite 1298]] ἡ, auch ὁ (aus dem lat. follis), ein einfaches Geldstück, ein Sestertius u. s. w., [[χώνη]] φόλλιν ἄγουσα φερέσβιον Pallad. in paralip. 67 (IX, 528). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φόλλις:''' εως ἡ (лат. [[follis]]) фоллис (мелкая монета в 0.25 унции) Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φόλλις:''' -εως, ὁ, το Λατ. [[follis]], φυσητήρι, σε Ανθ. | |lsmtext='''φόλλις:''' -εως, ὁ, το Λατ. [[follis]], φυσητήρι, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[φόλλις]], εως,<br />the Lat. [[follis]], [[bellows]], Anth. | |mdlsjtxt=[[φόλλις]], εως,<br />the Lat. [[follis]], [[bellows]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:50, 3 October 2022
English (LSJ)
εως, ὁ, Lat. A follis, bellows, AP9.528 (Pall.). II a small coin, 1/288 of a solidus, OGI521.24, al. (Abydos, v/vi A.D.), Procop. Arc.25, Suid., Eust.136.13. III property tax, Zos.2.38, Cod.Just.12.2.2.
German (Pape)
[Seite 1298] ἡ, auch ὁ (aus dem lat. follis), ein einfaches Geldstück, ein Sestertius u. s. w., χώνη φόλλιν ἄγουσα φερέσβιον Pallad. in paralip. 67 (IX, 528).
Russian (Dvoretsky)
φόλλις: εως ἡ (лат. follis) фоллис (мелкая монета в 0.25 унции) Anth.
Greek (Liddell-Scott)
φόλλις: -εως, ὁ, τὸ Λατ. follis, φῦσα, φυσητήριον, «μουχάνι», Ἀνθ. Π. 9. 528. ΙΙ. μικρόν τι νόμισμα, = ὀβολός, Εὐστ. 136. 13, Σουΐδ., ἀλλὰ καὶ ποσόν τι χρημάτων ἀδήλου ἀξίας. Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 6, 1 ἴδε Heinich. ἐν τόπῳ, Ἐπιφάν. ΙΙΙ, 292.
Greek Monolingual
-εως, ὁ, ΜΑ, και φόλις, ὁ, και φόλλη, ἡ, Μ, και φόλης και φόλλος Α
(βυζ.) επαργυρωμένο χάλκινο νόμισμα που καθιερώθηκε στις αρχές του 4ου αιώνα και ήταν ισοδύναμο με το ½4 του μιλιαρισίου
μσν.
απροσδιόριστο χρηματικό ποσό
αρχ.
1. φυσερό
2. φόρος ιδιοκτησίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. follis «φυσερό, είδος μικρού νομίσματος»].
Greek Monotonic
φόλλις: -εως, ὁ, το Λατ. follis, φυσητήρι, σε Ανθ.