χλίδωσις: Difference between revisions

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />ornementation.<br />'''Étymologie:''' [[χλιδάω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />ornementation.<br />'''Étymologie:''' [[χλιδάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''χλίδωσις:''' εως (λῐ) ἡ украшение: χλιδώσεις ἡμιόνων Plut. пышная сбруя мулов.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ώσεως, ἡ, Α<br />[[στολισμός]], [[καλλωπισμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χλίδων]] «[[είδος]] κοσμήματος», μέσω ενός ρ. <i>χλιδῶ</i>, -<i>όω</i>. Ο τ. πιθ. [[είναι]] εσφ. γρφ. [[αντί]] <i>χλίδωσι</i>, δοτ. πληθ. της λ. [[χλίδων]].
|mltxt=-ώσεως, ἡ, Α<br />[[στολισμός]], [[καλλωπισμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χλίδων]] «[[είδος]] κοσμήματος», μέσω ενός ρ. <i>χλιδῶ</i>, -<i>όω</i>. Ο τ. πιθ. [[είναι]] εσφ. γρφ. [[αντί]] <i>χλίδωσι</i>, δοτ. πληθ. της λ. [[χλίδων]].
}}
{{elru
|elrutext='''χλίδωσις:''' εως (λῐ) ἡ украшение: χλιδώσεις ἡμιόνων Plut. пышная сбруя мулов.
}}
}}

Revision as of 16:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλίδωσις Medium diacritics: χλίδωσις Low diacritics: χλίδωσις Capitals: ΧΛΙΔΩΣΙΣ
Transliteration A: chlídōsis Transliteration B: chlidōsis Transliteration C: chlidosis Beta Code: xli/dwsis

English (LSJ)

εως, ἡ, ornamentation, f. l. for χλίδωσι (cf. χλίδων), Plu.2.145a.

German (Pape)

[Seite 1359] ἡ, = χλιδή, Schmuck, ἡμιόνων, kostbares Geschirr der Maulesel, Plut. praec. conj. g. E. (p. 427).

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
ornementation.
Étymologie: χλιδάω.

Russian (Dvoretsky)

χλίδωσις: εως (λῐ) ἡ украшение: χλιδώσεις ἡμιόνων Plut. пышная сбруя мулов.

Greek (Liddell-Scott)

χλίδωσις: -εως, ἡ, κόσμησις, ἐν τῷ πληθ., «χλιδώσεσιν ἡμιόνων καὶ ἵππων περιδεραίοις» Πλούτ. 2. 145Α.

Greek Monolingual

-ώσεως, ἡ, Α
στολισμός, καλλωπισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλίδων «είδος κοσμήματος», μέσω ενός ρ. χλιδῶ, -όω. Ο τ. πιθ. είναι εσφ. γρφ. αντί χλίδωσι, δοτ. πληθ. της λ. χλίδων.