χρησμῳδικός: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les oracles, prophétique.<br />'''Étymologie:''' [[χρησμῳδός]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les oracles, prophétique.<br />'''Étymologie:''' [[χρησμῳδός]].
}}
{{elru
|elrutext='''χρησμῳδικός:''' [[прорицательский]] (sc. λοξὰ καὶ ἀμφίβολα Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρησμῳδικός:''' -ή, -όν, [[μαντικός]], σε Λουκ.
|lsmtext='''χρησμῳδικός:''' -ή, -όν, [[μαντικός]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''χρησμῳδικός:''' [[прорицательский]] (sc. λοξὰ καὶ ἀμφίβολα Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χρησμῳδικός]], ή, όν<br />[[oracular]], Luc. [from [[χρησμῳδός]]
|mdlsjtxt=[[χρησμῳδικός]], ή, όν<br />[[oracular]], Luc. [from [[χρησμῳδός]]
}}
}}

Revision as of 17:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρησμῳδικός Medium diacritics: χρησμῳδικός Low diacritics: χρησμωδικός Capitals: ΧΡΗΣΜΩΔΙΚΟΣ
Transliteration A: chrēsmōidikós Transliteration B: chrēsmōdikos Transliteration C: chrismodikos Beta Code: xrhsmw|diko/s

English (LSJ)

ή, όν, oracular, Luc.Alex.22. Adv. -κῶς Eust.45.39.

German (Pape)

[Seite 1375] ή, όν, dem Orakelsänger gehörig, ihm eigen, prophetisch, Luc. Alex. 22, adv. χρησμῳδικῶς.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les oracles, prophétique.
Étymologie: χρησμῳδός.

Russian (Dvoretsky)

χρησμῳδικός: прорицательский (sc. λοξὰ καὶ ἀμφίβολα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

χρησμῳδικός: -ή, -όν, μαντικός, Λουκ. Ἀλέξ. 22. Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 45. 39.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α χρησμῳδός
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στον χρησμωδό, μαντικός.
επίρρ...
χρησμῳδικῶς Μ
με χρησμῳδικό τρόπο.

Greek Monotonic

χρησμῳδικός: -ή, -όν, μαντικός, σε Λουκ.

Middle Liddell

χρησμῳδικός, ή, όν
oracular, Luc. [from χρησμῳδός