ἀκατανόητος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0069.png Seite 69]] unbegreiflich, Luc. Philop. 13.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0069.png Seite 69]] unbegreiflich, Luc. Philop. 13.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκατανόητος:''' [[непонятный]], [[непостижимый]] ([[φῶς]] Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατανόητος]], -ον)<br />αυτός που δεν μπορεί να γίνει [[κατανοητός]], [[καταληπτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[περίεργος]], ο [[ανεξήγητος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν μπορεί να καταντήσει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κατανοῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακατανοησία]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατανόητος]], -ον)<br />αυτός που δεν μπορεί να γίνει [[κατανοητός]], [[καταληπτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[περίεργος]], ο [[ανεξήγητος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν μπορεί να καταντήσει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κατανοῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακατανοησία]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκατανόητος:''' [[непонятный]], [[непостижимый]] ([[φῶς]] Luc.).
}}
}}

Revision as of 17:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατανόητος Medium diacritics: ἀκατανόητος Low diacritics: ακατανόητος Capitals: ΑΚΑΤΑΝΟΗΤΟΣ
Transliteration A: akatanóētos Transliteration B: akatanoētos Transliteration C: akatanoitos Beta Code: a)katano/htos

English (LSJ)

ον, inconceivable, Ps.-Luc.Philopatr.13, Hsch.s.v. δύσληπτα, gloss on ἀθέσφατος, Sch. Opp.H.4.520. Adv. -τως Suid. s.v. Νουμᾶς.

Spanish (DGE)

-ον
I 1desconocido Clem.Al.Strom.5.1.6.
2 inconcebible φῶς ἄφθιτον, ἀόρατον, ἀκατανόητον Luc.Philopatr.13, cf. Sch.Opp.H.4.520, Gr.Nyss.Or.Catech.43.5.
3 difícil de comprender Hsch.s.u. δύσληπτα.
II adv. -ως incomprensiblemente Ath.Al.M.28.785B, Sud.s.u. Νουμᾶς.

German (Pape)

[Seite 69] unbegreiflich, Luc. Philop. 13.

Russian (Dvoretsky)

ἀκατανόητος: непонятный, непостижимый (φῶς Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατανόητος: -ον, = ἀκατάληπτος, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 13 καὶ Γραμμ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατανόητος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί να γίνει κατανοητός, καταληπτός
νεοελλ.
ο περίεργος, ο ανεξήγητος
μσν.
αυτός που δεν μπορεί να καταντήσει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κατανοῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακατανοησία].