ἀμφισβήτητος: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />contesté, disputé.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἀμφισβητέω]].
|btext=ος, ον :<br />contesté, disputé.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἀμφισβητέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφισβήτητος:''' [[оспариваемый]], [[спорный]] (γῆ Thuc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφισβήτητος:''' -ον ([[ἀμφισβητέω]]), διαφιλονικούμενος, [[αμφισβητήσιμος]], <i>γῆ</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀμφισβήτητος:''' -ον ([[ἀμφισβητέω]]), διαφιλονικούμενος, [[αμφισβητήσιμος]], <i>γῆ</i>, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφισβήτητος:''' [[оспариваемый]], [[спорный]] (γῆ Thuc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀμφισβητέω]]<br />[[debatable]], γῆ Thuc.
|mdlsjtxt=[[ἀμφισβητέω]]<br />[[debatable]], γῆ Thuc.
}}
}}

Revision as of 17:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφισβήτητος Medium diacritics: ἀμφισβήτητος Low diacritics: αμφισβήτητος Capitals: ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΟΣ
Transliteration A: amphisbḗtētos Transliteration B: amphisbētētos Transliteration C: amfisvititos Beta Code: a)mfisbh/thtos

English (LSJ)

ον, disputed, debatable, γῆ Th. 6.6.

Spanish (DGE)

-ον disputado, en disputa γῆ Th.6.6.

German (Pape)

[Seite 144] ον, bestritten, γῆ Thuc. 6, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
contesté, disputé.
Étymologie: adj. verb. de ἀμφισβητέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφισβήτητος: оспариваемый, спорный (γῆ Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφισβήτητος: -ον, διαφιλονεικούμενος, ὑποκείμενος εἰς ἀμφισβήτησιν, γῆ Θουκ. 6. 6.

Greek Monolingual

ἀμφισβήτητος, -ον (Α) ἀμφισβητῶ
αυτός που υπόκειται σε αμφισβήτηση, ο διαφιλονικούμενος.

Greek Monotonic

ἀμφισβήτητος: -ον (ἀμφισβητέω), διαφιλονικούμενος, αμφισβητήσιμος, γῆ, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἀμφισβητέω
debatable, γῆ Thuc.