ἀκατάγγελτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non déclaré <i>en parl. d'une guerre</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[καταγγέλλω]].
|btext=ος, ον :<br />non déclaré <i>en parl. d'une guerre</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[καταγγέλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκατάγγελτος:''' [[не объявленный наперед]], [[начатый без предварительного объявления]] ([[πόλεμος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάγγελτος]], -ον) [[καταγγέλλω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει καταγγελθεί, δεν έχει μηνυθεί για κάποια [[παράβαση]]<br /><b>2.</b> (για [[σύμβαση]]) αυτή που δεν έχει καταγγελθεί, δεν έχει ζητηθεί η [[λύση]] της<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει εξαγγελθεί, ο [[ακήρυκτος]]<br />«[[ἀκατάγγελτος]] [[πόλεμος]]» (Δίον. Αλ. 1, 58).
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάγγελτος]], -ον) [[καταγγέλλω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει καταγγελθεί, δεν έχει μηνυθεί για κάποια [[παράβαση]]<br /><b>2.</b> (για [[σύμβαση]]) αυτή που δεν έχει καταγγελθεί, δεν έχει ζητηθεί η [[λύση]] της<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει εξαγγελθεί, ο [[ακήρυκτος]]<br />«[[ἀκατάγγελτος]] [[πόλεμος]]» (Δίον. Αλ. 1, 58).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκατάγγελτος:''' [[не объявленный наперед]], [[начатый без предварительного объявления]] ([[πόλεμος]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 17:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάγγελτος Medium diacritics: ἀκατάγγελτος Low diacritics: ακατάγγελτος Capitals: ΑΚΑΤΑΓΓΕΛΤΟΣ
Transliteration A: akatángeltos Transliteration B: akatangeltos Transliteration C: akataggeltos Beta Code: a)kata/ggeltos

English (LSJ)

ον, unproclaimed, πόλεμος D.H. 1.58, Plu.Num.12, cf. App.Hisp.11.

Spanish (DGE)

-ον
no proclamado, no declarado πόλεμος D.H.1.58, Plu.Num.12, cf. App.Hisp.11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non déclaré en parl. d'une guerre.
Étymologie: , καταγγέλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀκατάγγελτος: не объявленный наперед, начатый без предварительного объявления (πόλεμος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάγγελτος: -ον, ὁ μὴ προκηρυχθείς, πόλεμος, Διον. Ἁλ. 1. 58, Ἀππ. Ἱσπ. Πόλ. 434. 19.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατάγγελτος, -ον) καταγγέλλω
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν έχει καταγγελθεί, δεν έχει μηνυθεί για κάποια παράβαση
2. (για σύμβαση) αυτή που δεν έχει καταγγελθεί, δεν έχει ζητηθεί η λύση της
αρχ.
αυτός που δεν έχει εξαγγελθεί, ο ακήρυκτος
«ἀκατάγγελτος πόλεμος» (Δίον. Αλ. 1, 58).