ἀναπόλαυστος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont on ne jouit pas.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἀπολαύω]].
|btext=ος, ον :<br />dont on ne jouit pas.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἀπολαύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναπόλαυστος:''' [[бесполезный]] (ἀ. καὶ [[ἀνωφελής]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναπόλαυστος]], -ον) [[ἀπολαύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί ή δεν επιτρέπεται να τον απολαύσει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν απόλαυσε [[κάτι]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναπόλαυστος]], -ον) [[ἀπολαύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί ή δεν επιτρέπεται να τον απολαύσει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν απόλαυσε [[κάτι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναπόλαυστος:''' [[бесполезный]] (ἀ. καὶ [[ἀνωφελής]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 17:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπόλαυστος Medium diacritics: ἀναπόλαυστος Low diacritics: αναπόλαυστος Capitals: ΑΝΑΠΟΛΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: anapólaustos Transliteration B: anapolaustos Transliteration C: anapolafstos Beta Code: a)napo/laustos

English (LSJ)

ον, A not to be enjoyed, Plu.2.829d, 1104f. 2 Act., not enjoying, Phld.Mort.13; ἡδονῶν Heph.Astr.1.1, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no puede ser disfrutado (ἀπληστίαν) ἦς ἀναπόλαυστόν ἐστιν αὐτοῖσι τὸ τέλος Plu.2.829d.
2 que no disfruta Phld.Mort.13.12, Hsch., ἡδονῶν Heph.Astr.1.1.38.

German (Pape)

[Seite 203] ungenießbar, Plut. Nach Hesych. auch act., nicht genießend.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont on ne jouit pas.
Étymologie: , ἀπολαύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπόλαυστος: бесполезный (ἀ. καὶ ἀνωφελής Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπόλαυστος: -ον, οὗ δὲν δύναταί τις ἢ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀπολαύσῃ, Πλούτ. 2. 829D, 1104E. 2) ὁ μὴ ἀπολαύων τινός, «ἄγευστος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναπόλαυστος, -ον) ἀπολαύω
1. αυτός που δεν μπορεί ή δεν επιτρέπεται να τον απολαύσει κανείς
2. αυτός που δεν απόλαυσε κάτι.