ἀνεπίδεικτος: Difference between revisions

From LSJ

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0224.png Seite 224]] ohne Prunk u. Schein, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0224.png Seite 224]] ohne Prunk u. Schein, Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεπίδεικτος:''' [[не выставленный напоказ]] Sext.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεπίδεικτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν επιδεικνύεται, δεν αγαπά την [[επίδειξη]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν μπορεί, δεν αξίζει να επιδειχθεί.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεπίδεικτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν επιδεικνύεται, δεν αγαπά την [[επίδειξη]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν μπορεί, δεν αξίζει να επιδειχθεί.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεπίδεικτος:''' [[не выставленный напоказ]] Sext.
}}
}}

Revision as of 17:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπίδεικτος Medium diacritics: ἀνεπίδεικτος Low diacritics: ανεπίδεικτος Capitals: ΑΝΕΠΙΔΕΙΚΤΟΣ
Transliteration A: anepídeiktos Transliteration B: anepideiktos Transliteration C: anepideiktos Beta Code: a)nepi/deiktos

English (LSJ)

ον, A not able to be shown, Herophil. ap. S.E.M.11.50. 2 not exhibited, IG7.3073.172 (Lebad.). 3 unsupported by proof, αἰτία Gorg.Pal.4.

Spanish (DGE)

-ον
1 no mostrado ἀνεπίδεικτον δὲ μηδὲν κατακλειέτω IG 7.3073.172 (Lebadea), cf. Sch.Pi.O.2.121a
no demostrado αἰτία Gorg.B 11a.4.
2 que no puede ser enseñado σοφία Herophil. en S.E.M.11.50.
3 no ostentoso, sencillo ἀνεπίδεικτος ... καὶ ἄκομπος Isid.Pel.Ep.M.78.241A
subst. τὸ ἀ. ausencia de ostentación Gr.Naz.M.35.1028A.

German (Pape)

[Seite 224] ohne Prunk u. Schein, Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπίδεικτος: не выставленный напоказ Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίδεικτος: -ον, ἄνευ ἐπιδείξεως, Ἐρόφιλ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. Μ.11. 50.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεπίδεικτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν επιδεικνύεται, δεν αγαπά την επίδειξη
αρχ.
αυτός που δεν μπορεί, δεν αξίζει να επιδειχθεί.