ἀνομογενής: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές<br />[[carente de homogeneidad]] τέχνη καὶ [[δύναμις]] Arr.<i>Epict</i>.1.20.2, ἀρχαί Simp.<i>in Ph</i>.27.27, c. dat. ἄλλο τι ἀνομογενές τῇ ἐπιστήμῃ Alex.Aphr.<i>in Top</i>.117.27<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. Hero <i>Def</i>.26, Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.81 (= S.E.<i>M</i>.8.229), Alex.Aphr.<i>in Top</i>.116.10. | |dgtxt=-ές<br />[[carente de homogeneidad]] τέχνη καὶ [[δύναμις]] Arr.<i>Epict</i>.1.20.2, ἀρχαί Simp.<i>in Ph</i>.27.27, c. dat. ἄλλο τι ἀνομογενές τῇ ἐπιστήμῃ Alex.Aphr.<i>in Top</i>.117.27<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. Hero <i>Def</i>.26, Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.81 (= S.E.<i>M</i>.8.229), Alex.Aphr.<i>in Top</i>.116.10. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνομογενής:''' [[неоднородный]] Sext. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[ἀνομογενής]])<br />αυτός που δεν ανήκει στό ίδιο [[γένος]] ή [[είδος]] με άλλον. | |mltxt=-ές (Α [[ἀνομογενής]])<br />αυτός που δεν ανήκει στό ίδιο [[γένος]] ή [[είδος]] με άλλον. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, of different kind, ibid. (prob.), Chrysipp.Stoic.2.81, Arr.Epict.1.20.2, Alex.Aphr.in Top.116.10, al., S.E.M.8.229.
Spanish (DGE)
-ές
carente de homogeneidad τέχνη καὶ δύναμις Arr.Epict.1.20.2, ἀρχαί Simp.in Ph.27.27, c. dat. ἄλλο τι ἀνομογενές τῇ ἐπιστήμῃ Alex.Aphr.in Top.117.27
•subst. τὸ ἀ. Hero Def.26, Chrysipp.Stoic.2.81 (= S.E.M.8.229), Alex.Aphr.in Top.116.10.
Russian (Dvoretsky)
ἀνομογενής: неоднородный Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνομογενής: -ές, ὁ μὴ ὁμογενής, ὁ διάφορος τὸ γένος, Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 8. 229.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀνομογενής)
αυτός που δεν ανήκει στό ίδιο γένος ή είδος με άλλον.