ἀπειρόδακρυς: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=υς, υ ; <i>gén.</i> υος;<br />aux larmes sans fin.<br />'''Étymologie:''' [[ἄπειρος]]², [[δάκρυ]]. | |btext=υς, υ ; <i>gén.</i> υος;<br />aux larmes sans fin.<br />'''Étymologie:''' [[ἄπειρος]]², [[δάκρυ]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπειρόδακρυς:''' υ, gen. υος [[ἄπειρος]] II] беспрерывно льющий слезы, по друг. [[ἄπειρος]] I] не знающий слез ([[καρδία]] Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπειρόδακρυς]], -υ (Α)<br />αυτός που δεν ξέρει από δάκρυα, που δεν έχει δακρύσει. | |mltxt=[[ἀπειρόδακρυς]], -υ (Α)<br />αυτός που δεν ξέρει από δάκρυα, που δεν έχει δακρύσει. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:10, 3 October 2022
English (LSJ)
υ, ignorant of tears, A.Supp.71.
Spanish (DGE)
-υ que no conoce el llanto καρδία A.Supp.71.
German (Pape)
[Seite 285] καρδία, unermeßlich weinend, Aesch. Suppl. 68.
French (Bailly abrégé)
υς, υ ; gén. υος;
aux larmes sans fin.
Étymologie: ἄπειρος², δάκρυ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπειρόδακρυς: υ, gen. υος ἄπειρος II] беспрерывно льющий слезы, по друг. ἄπειρος I] не знающий слез (καρδία Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπειρόδακρυς: υ, ὁ ἄπειρος δακρύων, ὁ μὴ ἔχων πεῖραν δακρύων· ἄλλοι ὅμως ἑρμηνεύουσιν: ὁ ἀπείρως δακρύων, ἀπειρόδακρύν τε καρδίαν Αἰσχύλ. Ἱκ. 71.
Greek Monolingual
ἀπειρόδακρυς, -υ (Α)
αυτός που δεν ξέρει από δάκρυα, που δεν έχει δακρύσει.