ἀποτορνεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=travailler sur le tour, arrondir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τορνεύω]].
|btext=travailler sur le tour, arrondir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τορνεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποτορνεύω:''' досл. обтачивать, перен. тщательно обрабатывать (ὀνόματα Plat., Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποτορνεύω]] κ. -τορνῶ, -όω κ. -[[τορεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] στρογγυλό, όπως με τον τόρνο, [[στρογγυλεύω]]<br /><b>2.</b> (για λόγο) [[επεξεργάζομαι]] με [[επιμέλεια]].
|mltxt=[[ἀποτορνεύω]] κ. -τορνῶ, -όω κ. -[[τορεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] στρογγυλό, όπως με τον τόρνο, [[στρογγυλεύω]]<br /><b>2.</b> (για λόγο) [[επεξεργάζομαι]] με [[επιμέλεια]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποτορνεύω:''' досл. обтачивать, перен. тщательно обрабатывать (ὀνόματα Plat., Plut.).
}}
}}

Revision as of 18:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτορνεύω Medium diacritics: ἀποτορνεύω Low diacritics: αποτορνεύω Capitals: ΑΠΟΤΟΡΝΕΥΩ
Transliteration A: apotorneúō Transliteration B: apotorneuō Transliteration C: apotorneyo Beta Code: a)potorneu/w

English (LSJ)

round off as by the lathe, εἰς σφαῖραν -τετορνευμένος Ph.1.505: metaph. of polished language, σαφῆ καὶ στρογγύλα . . τὰ ὀνόματα ἀποτετόρνευται Pl.Phdr.234e (imitated by Plu.2.45a); κέγχρους Jul.Or.3.112a; περιόδους ib.2.77a.

Spanish (DGE)

1 tornear, conformar fig. de palabras y estilo redondear περίοδον Philostr.VS 537, cf. Iul.Or.3.77a, en v. pas. σαφῆ καὶ στρόγγυλα ... ἕκαστα τῶν ὀνομάτων ἀποτετόρνευται Pl.Phdr.234e, cf. Hermog.Id.1.12 p.297, Longin.Rh.p.189
en gener. tornear, conformar, crear νῆσον Philostr.Her.71.15, cf. en v. pas. Procop.Aed.1.11.18, Meth.Symp.79 (p.80.5), ἄκρως εἰς σφαῖραν ἀποτετορνευμένος Ph.1.505, τῶν μὲν ἀποτετορνευμένων αὐτομάτων εἰς ἥλιον φωστῆρα μέγαν Dion.Alex.Fr.4 (p.143).
2 contornear, circundar τὴν ἤπειρον Philostr.VA 1.20.

German (Pape)

[Seite 332] abdrechseln, d. h. sorgfältig ausarbeiten, ὀνόματα σαφῆ καὶ στρογγύλα ἀποτετόρνευται Plat. Phaedr. 234 e; λόγον Rhett. – νῆσον, eine Insel bilden.

French (Bailly abrégé)

travailler sur le tour, arrondir.
Étymologie: ἀπό, τορνεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποτορνεύω: досл. обтачивать, перен. тщательно обрабатывать (ὀνόματα Plat., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτορνεύω: ποιῶ τι στρογγύλον ὡς διὰ τόρνου, μεταφ., ἐπεξεργάζομαί τι μετ’ ἐπιμελείας καὶ ἀκριβείας, ἐν τῷ παθ., σαφῆ καὶ στρογγύλα ἕκαστα τῶν ὀνομάτων ἀποτετόρνευται Πλάτ. Φαῖδρ. 234Ε· τὴν φράσιν ταύτην ἐμιμήθη ὁ Πλούταρχος ἐν 2. 45Α, καὶ ἄλλοι: ― Ἐντεῦθεν καὶ τὸ ουσιαστ. ἀποτόρνευσις, ἡ, τῆς τῶν λόγων ἀποτορνεύσεως Τζέτζης Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 20.11.

Greek Monolingual

ἀποτορνεύω κ. -τορνῶ, -όω κ. -τορεύω (Α)
1. καθιστώ κάτι στρογγυλό, όπως με τον τόρνο, στρογγυλεύω
2. (για λόγο) επεξεργάζομαι με επιμέλεια.