ἀπόπολις: Difference between revisions
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=(ὁ, ἡ)<br />banni de la cité, exilé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[πόλις]]. | |btext=(ὁ, ἡ)<br />banni de la cité, exilé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[πόλις]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπόπολις:''' поэт. [[ἀπόπτολις]], ιδος и εως adj. изгнанный из страны Aesch., Soph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπόπολις:''' ποιητ. ἀπό-πτολις, -ι· γεν. <i>-ιδος</i> και <i>-εως</i>· αυτός που βρίσκεται [[μακριά]] από την πόλη του, [[εξόριστος]], σε Αισχύλ., Σοφ. | |lsmtext='''ἀπόπολις:''' ποιητ. ἀπό-πτολις, -ι· γεν. <i>-ιδος</i> και <i>-εως</i>· αυτός που βρίσκεται [[μακριά]] από την πόλη του, [[εξόριστος]], σε Αισχύλ., Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />far from the [[city]], [[banished]], Aesch., Soph. | |mdlsjtxt=<br />far from the [[city]], [[banished]], Aesch., Soph. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 3 October 2022
English (LSJ)
poet. ἀποποί-πτολις, ι, gen. ιδος and εως, far from the city, banished, ἀ. ἔσει A.Ag.1410 (lyr.), cf. S.OT1000, OC208, E.Hyps. Fr.44; ἀπόπτολιν ἔχειν τινά S.Tr.647 (lyr.).
Spanish (DGE)
-εως
• Alolema(s): ἀπόπτολις S.OC 208, OT 1000, Tr.647, E.Fr.70 p.24 Bond
ausente, desterrado, exiliado de la ciudad, ἀπόπολις δ' ἔσῃ, μῖσος ὄβριμον ἀστοῖς A.A.1410, cf. S.ll.cc., E.l.c.
German (Pape)
[Seite 320] (fern von der Stadt) entfernt, Aesch. Ag. 1884. S. ἀπόπτολις.
French (Bailly abrégé)
(ὁ, ἡ)
banni de la cité, exilé.
Étymologie: ἀπό, πόλις.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόπολις: поэт. ἀπόπτολις, ιδος и εως adj. изгнанный из страны Aesch., Soph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόπολις: ποιητ. ἀπόπτολις, ι, γεν. -ιδος καὶ -εως: ― μακρὰν τῆς πόλεως, ἐξόριστος, ἀπ. ἔσει Αἰσχύλ. Ἀγ. 1410, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1000, Ο. Κ. 208˙ ἀπόπτολιν ἔχειν τινά, ὁ αὐτ. Τρ. 674, πρβλ. ἀγχίπολις.
Greek Monolingual
ἀπόπολις κ. -πτολις, (-ιδος κ. -εως), ο, η (Α)
ο εξόριστος.
Greek Monotonic
ἀπόπολις: ποιητ. ἀπό-πτολις, -ι· γεν. -ιδος και -εως· αυτός που βρίσκεται μακριά από την πόλη του, εξόριστος, σε Αισχύλ., Σοφ.