ἐναρίμβροτος: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0829.png Seite 829]] menschenmordend; Memnon Pind. Ol. 6, 30; [[μάχη]] I. 7, 53.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0829.png Seite 829]] menschenmordend; Memnon Pind. Ol. 6, 30; [[μάχη]] I. 7, 53.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνᾰρίμβροτος:''' [[убивающий людей]] ([[στράταρχος]] Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐναρίμβροτος]], -ον (Α)<br />αυτός που σκοτώνει ανθρώπους («ἐναρίμβροτον στράταρχον Αἰθιόπων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πολέμους ή μάχες) αυτός [[κατά]] τον οποίο σκοτώνονται άνθρωποι («μάχες ἐναρίμβροτοι», <b>Πίνδ.</b>).
|mltxt=[[ἐναρίμβροτος]], -ον (Α)<br />αυτός που σκοτώνει ανθρώπους («ἐναρίμβροτον στράταρχον Αἰθιόπων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πολέμους ή μάχες) αυτός [[κατά]] τον οποίο σκοτώνονται άνθρωποι («μάχες ἐναρίμβροτοι», <b>Πίνδ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνᾰρίμβροτος:''' [[убивающий людей]] ([[στράταρχος]] Pind.).
}}
}}

Revision as of 19:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνᾰρίμβροτος Medium diacritics: ἐναρίμβροτος Low diacritics: εναρίμβροτος Capitals: ΕΝΑΡΙΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: enarímbrotos Transliteration B: enarimbrotos Transliteration C: enarimvrotos Beta Code: e)nari/mbrotos

English (LSJ)

ον, man-slaying, Μέμνων Pi.P.6.30; μάχα Id.I. 8(7).57.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
matador de hombres Μέμνων Pi.P.6.30, cf. Eust.356.19, μάχα Pi.I.8.53, αἰχμή Eust.243.43.

German (Pape)

[Seite 829] menschenmordend; Memnon Pind. Ol. 6, 30; μάχη I. 7, 53.

Russian (Dvoretsky)

ἐνᾰρίμβροτος: убивающий людей (στράταρχος Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνᾰρίμβροτος: -ον, ἀνδροφόνος, Πινδ. Π. 6. 30, Ἰ. 8 (7). 114.

English (Slater)

ἐνᾰρίμβροτος, -ον man-slaying ἐναρίμβροτον ἀναμείναις στράταρχον Αἰθιόπων Μέμνονα (P. 6.30) μάχας ἐναριμβρότου (I. 8.53)

Greek Monolingual

ἐναρίμβροτος, -ον (Α)
αυτός που σκοτώνει ανθρώπους («ἐναρίμβροτον στράταρχον Αἰθιόπων», Πίνδ.)
2. (για πολέμους ή μάχες) αυτός κατά τον οποίο σκοτώνονται άνθρωποι («μάχες ἐναρίμβροτοι», Πίνδ.).