ἐμπορευτικός: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0816.png Seite 816]] ή, όν, zum Handel gehörig, kaufmännisch, Plat. Polit. 290 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0816.png Seite 816]] ή, όν, zum Handel gehörig, kaufmännisch, Plat. Polit. 290 a.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπορευτικός:''' [[торговый]], [[купеческий]] Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐμπορευτικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που ανήκει στο [[εμπόριο]], ο [[εμπορικός]] («τάχ' ἄν [[ἴσως]] τίς γε τῶν ἐμπορευτικῶν», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=[[ἐμπορευτικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που ανήκει στο [[εμπόριο]], ο [[εμπορικός]] («τάχ' ἄν [[ἴσως]] τίς γε τῶν ἐμπορευτικῶν», <b>Πλάτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπορευτικός:''' [[торговый]], [[купеческий]] Plat.
}}
}}

Revision as of 19:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπορευτικός Medium diacritics: ἐμπορευτικός Low diacritics: εμπορευτικός Capitals: ΕΜΠΟΡΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: emporeutikós Transliteration B: emporeutikos Transliteration C: emporeftikos Beta Code: e)mporeutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, commercial, mercantile, Pl.Plt.290a, Max.Tyr.36.2.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 mercante σκάφη πολεμιστήρια καὶ ... ἐμπορευτικά Max.Tyr.36.2
subst. τὰ ἐμπορευτικά los asuntos mercantiles Pl.Plt.290a.
2 adv. -ῶς a la manera de los comerciantes ἀμείβειν Eust.764.43.

German (Pape)

[Seite 816] ή, όν, zum Handel gehörig, kaufmännisch, Plat. Polit. 290 a.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπορευτικός: торговый, купеческий Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπορευτικός: -ή, -όν, ἐμπορικός, Πλάτ. Πολιτικ. 290Α.

Greek Monolingual

ἐμπορευτικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει στο εμπόριο, ο εμπορικός («τάχ' ἄν ἴσως τίς γε τῶν ἐμπορευτικῶν», Πλάτ.).