ἐπεγερτικός: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à réveiller, à exciter, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπεγείρω]].
|btext=ή, όν :<br />propre à réveiller, à exciter, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπεγείρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπεγερτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[пробуждающий от сна]] ([[ἀρχή]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[способный возбуждать]], [[возбуждающий]] (ὁρμῆς Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπεγερτικός]], -ή, -όν (Α)<br />[[εγερτικός]]<br /><b>1.</b> αυτός που σηκώνει από τον ύπνο, που ξυπνά κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που ερεθίζει, διεγείρει («[[μέλος]]... ὁρμῆς ἐπεγερτικόν», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=[[ἐπεγερτικός]], -ή, -όν (Α)<br />[[εγερτικός]]<br /><b>1.</b> αυτός που σηκώνει από τον ύπνο, που ξυπνά κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που ερεθίζει, διεγείρει («[[μέλος]]... ὁρμῆς ἐπεγερτικόν», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπεγερτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[пробуждающий от сна]] ([[ἀρχή]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[способный возбуждать]], [[возбуждающий]] (ὁρμῆς Plut.).
}}
}}

Revision as of 19:44, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεγερτικός Medium diacritics: ἐπεγερτικός Low diacritics: επεγερτικός Capitals: ΕΠΕΓΕΡΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epegertikós Transliteration B: epegertikos Transliteration C: epegertikos Beta Code: e)pegertiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A awakening, Arist.Pr.886a9. II stimulating, ἐ. ὁρμῆς Plu.2.138b; ἐ. εἰς τὰ ἀφροδίσια Cat.Cod.Astr.2.197.

German (Pape)

[Seite 908] ή, όν, aufweckend, ermunternd, Plut. conj. praec. A. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à réveiller, à exciter, gén..
Étymologie: ἐπεγείρω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεγερτικός:
1) пробуждающий от сна (ἀρχή Arst.);
2) способный возбуждать, возбуждающий (ὁρμῆς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεγερτικός: -ή, -όν, ὁ ἐξεγείρων ἐκ τοῦ ὕπνου, Ἀριστ. Προβλ. 6. 5· διεγερτικός, μέλος τι τοῖς ἵπποις ὁρμῆς ἐπεγερτικὸν Πλούτ. 2. 138B. - Ἐπίρρ. -κῶς, δι’ ἐξεγέρσεως, ἐπεγερτικῶς ἀπονυστακτέον Κλήμ. Ἀλ. Ι. 492C.

Greek Monolingual

ἐπεγερτικός, -ή, -όν (Α)
εγερτικός
1. αυτός που σηκώνει από τον ύπνο, που ξυπνά κάποιον
2. αυτός που ερεθίζει, διεγείρει («μέλος... ὁρμῆς ἐπεγερτικόν», Πλούτ.).