ἐπιστητός: Difference between revisions

From LSJ

ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut apprendre <i>ou</i> savoir.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἐπίσταμαι]].
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut apprendre <i>ou</i> savoir.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἐπίσταμαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιστητός:''' [[познаваемый]], [[доступный познанию]] Plat., Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιστητός]], -ή, -όν) [[επίσταμαι]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επιστητό</i>(<i>ν</i>)<br />ό,τι μπορεί να μάθει καλά ο [[άνθρωπος]] και να το υποστηρίξει λογικά («το ἐπιστητὸν μαθητόν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «επί παντός του επιστητού»<br /><b>ειρων.</b> για όποιον νομίζει ότι τά ξέρει όλα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αυτός που μπορεί να αποτελέσει [[αντικείμενο]] επιστήμης, που μπορεί να κατανοηθεί πλήρως.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιστητός]], -ή, -όν) [[επίσταμαι]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επιστητό</i>(<i>ν</i>)<br />ό,τι μπορεί να μάθει καλά ο [[άνθρωπος]] και να το υποστηρίξει λογικά («το ἐπιστητὸν μαθητόν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «επί παντός του επιστητού»<br /><b>ειρων.</b> για όποιον νομίζει ότι τά ξέρει όλα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αυτός που μπορεί να αποτελέσει [[αντικείμενο]] επιστήμης, που μπορεί να κατανοηθεί πλήρως.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιστητός:''' [[познаваемый]], [[доступный познанию]] Plat., Arst.
}}
}}

Revision as of 19:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστητός Medium diacritics: ἐπιστητός Low diacritics: επιστητός Capitals: ΕΠΙΣΤΗΤΟΣ
Transliteration A: epistētós Transliteration B: epistētos Transliteration C: epistitos Beta Code: e)pisthto/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἐπίσταμαι) that can be scientifically known, matter of science, Pl.Tht.201d, etc.; τὸ ἐ. Arist.EN1139b23, al.: Dor. ἐπιστᾱτός Ps.Archyt. ap.Iamb.Comm.Math.8.

German (Pape)

[Seite 984] ή, όν, adj. verb. zu ἐπίσταμαι, was man wissen kann, Plat. Theaet 201 d, Arist. Eth. 6, 6 u. öfter, der τὸ ἐπιστητόν von τὸ δοξαστόν unterscheidet, Anal. post. 1, 33.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on peut apprendre ou savoir.
Étymologie: adj. verb. de ἐπίσταμαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστητός: познаваемый, доступный познанию Plat., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστητός: -ή, -όν, (ἐπίσταμαι) ἐπιστητόν, ὃ δύναται νὰ μάθῃ τις μετὰ λόγου, καὶ ὧν μὲν μή ἐστι λόγος, οὐκ ἐπιστητὰ εἶναι... ἃ δ’ ἔχει, ἐπιστητά, Πλάτ. Θεαίτ. 201D, Ἀριστ., κλ.· τὸ ἐπιστητὸν μαθητὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 6. 3, 3, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπιστητός, -ή, -όν) επίσταμαι
το ουδ. ως ουσ. το επιστητό(ν)
ό,τι μπορεί να μάθει καλά ο άνθρωπος και να το υποστηρίξει λογικά («το ἐπιστητὸν μαθητόν», Πλάτ.)
νεοελλ.
φρ. «επί παντός του επιστητού»
ειρων. για όποιον νομίζει ότι τά ξέρει όλα
αρχ.-μσν.
αυτός που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο επιστήμης, που μπορεί να κατανοηθεί πλήρως.