ἑκατογκεφάλας: Difference between revisions

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α (ὁ) :<br />à cent têtes.<br />'''Étymologie:''' [[ἑκατόν]], [[κεφαλή]].
|btext=α (ὁ) :<br />à cent têtes.<br />'''Étymologie:''' [[ἑκατόν]], [[κεφαλή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑκατογκεφάλας:''' α adj. Pind., Arph. = [[ἑκατογκέφαλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑκᾰτογκεφάλας:''' γεν. -α, ὁ ([[κεφαλή]]), αυτός που έχει [[εκατό]] κεφάλια, σε Πίνδ.· ομοίως μεταγεν., ἑκατογ-[[κέφαλος]], <i>-ον</i>, σε Ευρ., Αριστοφ.
|lsmtext='''ἑκᾰτογκεφάλας:''' γεν. -α, ὁ ([[κεφαλή]]), αυτός που έχει [[εκατό]] κεφάλια, σε Πίνδ.· ομοίως μεταγεν., ἑκατογ-[[κέφαλος]], <i>-ον</i>, σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑκατογκεφάλας:''' α adj. Pind., Arph. = [[ἑκατογκέφαλος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κεφαλή]]<br />[[hundred]]-headed, Pind.: so ἑκατογ-[[κέφαλος]], ον, Eur., Ar.
|mdlsjtxt=[[κεφαλή]]<br />[[hundred]]-headed, Pind.: so ἑκατογ-[[κέφαλος]], ον, Eur., Ar.
}}
}}

Revision as of 20:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτογκεφάλας Medium diacritics: ἑκατογκεφάλας Low diacritics: εκατογκεφάλας Capitals: ΕΚΑΤΟΓΚΕΦΑΛΑΣ
Transliteration A: hekatonkephálas Transliteration B: hekatonkephalas Transliteration C: ekatogkefalas Beta Code: e(katogkefa/las

English (LSJ)

[φᾰ], α, οξ, hundred-headed, Pi. O.4.8, Ar.Ra.473, Nu.336.

Spanish (DGE)

(ἑκᾰτογκεφάλας) -α
• Prosodia: [-φᾰ-]
de cien cabezas de Tifón, Pi.O.4.7, Ar.Nu.336.

German (Pape)

[Seite 752] ὁ, = Folgdm; Τυφώς Pind. Ol. 4, 8; Ar. Nubb. 336.

French (Bailly abrégé)

α (ὁ) :
à cent têtes.
Étymologie: ἑκατόν, κεφαλή.

Russian (Dvoretsky)

ἑκατογκεφάλας: α adj. Pind., Arph. = ἑκατογκέφαλος.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκᾰτογκεφάλας: γεν. α, ὁ, ἑκατὸν ἔχων κεφαλάς, Πινδ. Ο. 4. 11· προσέτι ἑκατογκέφαλος, ον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 882, Ἀριστοφ. Βάτρ. 473.

English (Slater)

ἑκᾰτογκεφᾰλας hundred-headed ἑκατογκεφάλα Τυφῶνος (O. 4.7) cf. Σ. Hom. Θ 368: Πίνδαρος μὲν οὖν ἑκατὸν ἔχειν αὐτὸν (= Κέρβερον) κεφαλάς φησιν fr. 249b.

Greek Monotonic

ἑκᾰτογκεφάλας: γεν. -α, ὁ (κεφαλή), αυτός που έχει εκατό κεφάλια, σε Πίνδ.· ομοίως μεταγεν., ἑκατογ-κέφαλος, -ον, σε Ευρ., Αριστοφ.

Middle Liddell

κεφαλή
hundred-headed, Pind.: so ἑκατογ-κέφαλος, ον, Eur., Ar.