ἑτεροσχήμων: Difference between revisions

From LSJ

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />de figure <i>ou</i> d’aspect différent.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[σχῆμα]].
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />de figure <i>ou</i> d’aspect différent.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[σχῆμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑτεροσχήμων:''' 2, gen. ονος имеющий иной вид, отличающийся по виду Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑτεροσχήμων]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει διαφορετικό [[σχήμα]], ο [[ετερόσχημος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει αλλοιωμένο ή διεστραμμένο το [[σχήμα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἑτεροσχημόνως</i> (Α)<br />με διαφορετικό ή αλλοιωμένο [[σχήμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σχήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχήμα]]), [[πρβλ]]. [[πολυσχήμων]], [[μεγαλοσχήμων]]].
|mltxt=[[ἑτεροσχήμων]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει διαφορετικό [[σχήμα]], ο [[ετερόσχημος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει αλλοιωμένο ή διεστραμμένο το [[σχήμα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἑτεροσχημόνως</i> (Α)<br />με διαφορετικό ή αλλοιωμένο [[σχήμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σχήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχήμα]]), [[πρβλ]]. [[πολυσχήμων]], [[μεγαλοσχήμων]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑτεροσχήμων:''' 2, gen. ονος имеющий иной вид, отличающийся по виду Luc.
}}
}}

Revision as of 20:08, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτεροσχήμων Medium diacritics: ἑτεροσχήμων Low diacritics: ετεροσχήμων Capitals: ΕΤΕΡΟΣΧΗΜΩΝ
Transliteration A: heteroschḗmōn Transliteration B: heteroschēmōn Transliteration C: eteroschimon Beta Code: e(terosxh/mwn

English (LSJ)

ον, of varying shape, φύλλα Thphr.HP1.10.1; altered in shape, distorted, Luc.Hist.Conscr.51. Adv. -μόνως Vett.Val.333.20:— later ἑτερό-σχημος, ον, irregular, διαλείμματα Heliod. ap. Orib.48.20.15.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
de figure ou d’aspect différent.
Étymologie: ἕτερος, σχῆμα.

Russian (Dvoretsky)

ἑτεροσχήμων: 2, gen. ονος имеющий иной вид, отличающийся по виду Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροσχήμων: ἑτερόσχημον, ἔχων διάφορον σχῆμα, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 1, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 51· μεταγεν. ἑτερόσχημος, ον.

Greek Monolingual

ἑτεροσχήμων, ὁ (Α)
1. αυτός που έχει διαφορετικό σχήμα, ο ετερόσχημος
2. αυτός που έχει αλλοιωμένο ή διεστραμμένο το σχήμα.
επίρρ...
ἑτεροσχημόνως (Α)
με διαφορετικό ή αλλοιωμένο σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -σχήμων (< σχήμα), πρβλ. πολυσχήμων, μεγαλοσχήμων].