ἔξαμμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />ce qui sert à allumer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξάπτω]].
|btext=ατος (τό) :<br />ce qui sert à allumer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξάπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔξαμμα:''' ατος τό [[ἐξάπτω]] II] горение, пылание ([[πυρός]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 13: Line 16:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔξαμμα]], το (Α) [[εξάπτω]]<br />το [[σημείο]] από όπου [[κάποιος]] άπτεται, πιάνει [[κάτι]], η [[λαβή]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[στήριγμα]], [[πάτημα]]<br /><b>3.</b> η [[ενέργεια]] του [[εξάπτω]], [[ανάβω]], το [[άναμμα]] («[[ἔξαμμα]] [[πυρός]]»).
|mltxt=[[ἔξαμμα]], το (Α) [[εξάπτω]]<br />το [[σημείο]] από όπου [[κάποιος]] άπτεται, πιάνει [[κάτι]], η [[λαβή]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[στήριγμα]], [[πάτημα]]<br /><b>3.</b> η [[ενέργεια]] του [[εξάπτω]], [[ανάβω]], το [[άναμμα]] («[[ἔξαμμα]] [[πυρός]]»).
}}
{{elru
|elrutext='''ἔξαμμα:''' ατος τό [[ἐξάπτω]] II] горение, пылание ([[πυρός]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 20:15, 3 October 2022

German (Pape)

[Seite 867] τό, 1) das Angeknüpfte, Anknüpfungspunkt, Handhabe, Themist. or. 13 p. 166 a. – 2) πυρός, die Entzündung, Plut. aqu. et. ign. comp. E.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ce qui sert à allumer.
Étymologie: ἐξάπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἔξαμμα: ατος τό ἐξάπτω II] горение, пылание (πυρός Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔξαμμα: τό, (ἐξάπτω) λαβή, Λατ. ansa, Θεμίστ. 166Α. ΙΙ. πυρὸς ἔξαμμα, ἄναμμα ἐκ πυρός, Πλούτ. 2. 958Ε· τὸ ἀνάπτειν φλόγα, Εὐστ. Πονημάτ. 118. 71.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 mango, empuñadura fig. οὐκ εἶχον ἔξαμμα ὅπως αὐτῆς ἐπιλαβοίμην Them.Or.13.166a.
2 masa ígnea τὸ ἀθροισθὲν ἔξαμμα del sol, Chrysipp.Stoic.2.196, 199, fig. πυρὸς ἔξαμμα dicho del sentido de la vista, Plu.2.958e.

Greek Monolingual

ἔξαμμα, το (Α) εξάπτω
το σημείο από όπου κάποιος άπτεται, πιάνει κάτι, η λαβή
2. μτφ. στήριγμα, πάτημα
3. η ενέργεια του εξάπτω, ανάβω, το άναμμαἔξαμμα πυρός»).