ἡμιτέλεστος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à moitié fini.<br />'''Étymologie:''' ἡμι-, [[τελέω]].
|btext=ος, ον :<br />à moitié fini.<br />'''Étymologie:''' ἡμι-, [[τελέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμῐτέλεστος:''' [[полуоконченный]]: τὰ τῶν τειχῶν ἡμιτέλεστα Thuc. доведенные до половины работы по возведению стен.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡμιτέλεστος:''' -ον ([[τελέω]]), μισοτελειωμένος, [[ημιτελής]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἡμιτέλεστος:''' -ον ([[τελέω]]), μισοτελειωμένος, [[ημιτελής]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμῐτέλεστος:''' [[полуоконченный]]: τὰ τῶν τειχῶν ἡμιτέλεστα Thuc. доведенные до половины работы по возведению стен.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἡμι-]]τέλεστος, ον [[τελέω]]<br />[[half]]-[[finished]], Thuc.
|mdlsjtxt=[[ἡμι-]]τέλεστος, ον [[τελέω]]<br />[[half]]-[[finished]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 20:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιτέλεστος Medium diacritics: ἡμιτέλεστος Low diacritics: ημιτέλεστος Capitals: ΗΜΙΤΕΛΕΣΤΟΣ
Transliteration A: hēmitélestos Transliteration B: hēmitelestos Transliteration C: imitelestos Beta Code: h(mite/lestos

English (LSJ)

ον, (τελέω) half-finished, Th.3.3, dub. in D.H.1.59, etc.; of a lady's hair, half-done, Aeschin.Socr.18; of a child, Nonn.D.1.5.

German (Pape)

[Seite 1170] halb vollendet, Thuc. 3, 3 u. Sp., wie D. Hal. 1, 59; D. C. 37, 44.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié fini.
Étymologie: ἡμι-, τελέω.

Russian (Dvoretsky)

ἡμῐτέλεστος: полуоконченный: τὰ τῶν τειχῶν ἡμιτέλεστα Thuc. доведенные до половины работы по возведению стен.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιτέλεστος: -ον, (τελέω), κατὰ τὸ ἥμισυ τελειωμένος, τὰ ἡμιτέλεστα τῶν τειχῶν Θουκ. 3. 3, Διον. Ἁλ. 1. 59, κτλ.· βρέφος Νόνν. Δ. 1. 5.

Greek Monolingual

ἡμιτέλεστος, -ον (AM)
1. Ημιτελής, μισοτελειωμένος
2. (για βρέφος) ατελής, που δεν συμπλήρωσε τους όρους μιας τέλειας κατάστασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + τελεστός (< τελώ)].

Greek Monotonic

ἡμιτέλεστος: -ον (τελέω), μισοτελειωμένος, ημιτελής, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἡμι-τέλεστος, ον τελέω
half-finished, Thuc.