ἱστοτριβής: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein

Menander, Monostichoi, 420
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
Line 9: Line 9:
|Beta Code=i(stotribh/s
|Beta Code=i(stotribh/s
|Definition=v. [[ἰσοτριβής]].
|Definition=v. [[ἰσοτριβής]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἱστοτρῐβής:''' (вместе с кем-л.) находящийся у мачты (Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] [[ἰσοτριβής]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱστοτριβής]], -ές (Α)<br />αυτός που τρίβεται, δηλ. αυτός που ξαπλώνει, στο [[κατάστρωμα]] [[κοντά]] στη [[βάση]] του ιστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τριβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), [[πρβλ]]. [[οικοτριβής]], [[ωμοτριβής]]].
|mltxt=[[ἱστοτριβής]], -ές (Α)<br />αυτός που τρίβεται, δηλ. αυτός που ξαπλώνει, στο [[κατάστρωμα]] [[κοντά]] στη [[βάση]] του ιστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τριβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), [[πρβλ]]. [[οικοτριβής]], [[ωμοτριβής]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἱστοτρῐβής:''' (вместе с кем-л.) находящийся у мачты (Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] [[ἰσοτριβής]]).
}}
}}

Latest revision as of 21:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱστοτρῐβής Medium diacritics: ἱστοτριβής Low diacritics: ιστοτριβής Capitals: ΙΣΤΟΤΡΙΒΗΣ
Transliteration A: histotribḗs Transliteration B: histotribēs Transliteration C: istotrivis Beta Code: i(stotribh/s

English (LSJ)

v. ἰσοτριβής.

Russian (Dvoretsky)

ἱστοτρῐβής: (вместе с кем-л.) находящийся у мачты (Aesch. - v.l. ἰσοτριβής).

Greek (Liddell-Scott)

ἱστοτρῐβής: -ές, ὁ περὶ τὸν ἱστὸν (πλοίου) τριβόμενος, σελμάτων ἱστοτριβής Αἰσχύλ. Ἀγ. 1442, ἔνθα ὁ Pauw διώρθωσεν ἰσοτριβὴς καὶ ἡ διόρθωσις αὐτοῦ ἐγένετο δεκτή.

Greek Monolingual

ἱστοτριβής, -ές (Α)
αυτός που τρίβεται, δηλ. αυτός που ξαπλώνει, στο κατάστρωμα κοντά στη βάση του ιστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -τριβής (< τρίβω), πρβλ. οικοτριβής, ωμοτριβής].