ὀκτώπους: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ώποδος<br /><b>1</b> long, large de huit pieds;<br /><b>2</b> ὁ [[ὀκτώπους]], qui marche sur huit pieds, <i>càd</i> le scorpion, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὀκτώ]], [[πούς]].
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ώποδος<br /><b>1</b> long, large de huit pieds;<br /><b>2</b> ὁ [[ὀκτώπους]], qui marche sur huit pieds, <i>càd</i> le scorpion, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὀκτώ]], [[πούς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀκτώπους:''' 2, gen. ποδος протяжением в восемь футов, восьмифутовый ([[χωρίον]] Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀκτώπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει [[μήκος]], [[πλάτος]] ή ύψος δεκαοχτώ ποδών, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ὀκτώπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει [[μήκος]], [[πλάτος]] ή ύψος δεκαοχτώ ποδών, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀκτώπους:''' 2, gen. ποδος протяжением в восемь футов, восьмифутовый ([[χωρίον]] Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀκτώ]]-πους,<br />[[eight]] feet [[long]], [[broad]] or [[high]], Plat.
|mdlsjtxt=[[ὀκτώ]]-πους,<br />[[eight]] feet [[long]], [[broad]] or [[high]], Plat.
}}
}}

Revision as of 21:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκτώπους Medium diacritics: ὀκτώπους Low diacritics: οκτώπους Capitals: ΟΚΤΩΠΟΥΣ
Transliteration A: oktṓpous Transliteration B: oktōpous Transliteration C: oktopous Beta Code: o)ktw/pous

English (LSJ)

ουν, A = ὀκτάπους, as substantive, = σκορπίος, -πουν ἀνεγείρεις Cratin.77 : acc. pl. [ὀκ]τώπους (dub. sens.) prob. in PCair.Zen.510 (iii B. C.). II eight feet long, IG12.313.90; of eight square feet, χωρίον Pl.Men.82e, 83a.

German (Pape)

[Seite 318] = ὀκτάπους; τὸ ὀκτώπουν χωρίον, Plat. Men. 82 e; ὀκτώπουν ἀνεγείρεις, Cratin. bei Phot. u. Suid., für σκορπίος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. ώποδος
1 long, large de huit pieds;
2ὀκτώπους, qui marche sur huit pieds, càd le scorpion, animal.
Étymologie: ὀκτώ, πούς.

Russian (Dvoretsky)

ὀκτώπους: 2, gen. ποδος протяжением в восемь футов, восьмифутовый (χωρίον Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτώπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, = ὀκτάπους, Κρατῖν. ἐν «Θράτταις» 10· ὡς οὐσιαστ. ἀντὶ σκορπίος, πρβλ. Ἑρμάνν. Πονημάτ. 5. 26. ΙΙ. ὁ ἔχων μῆκος, πλάτοςὕψος ὀκτὼ ποδῶν, Πλάτ. Μένων 82Ε, 83Α, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 33, κτλ.

Greek Monolingual

ὀκτώπους, -ουν (Α)
βλ. οκτάπους.

Greek Monotonic

ὀκτώπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει μήκος, πλάτος ή ύψος δεκαοχτώ ποδών, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ὀκτώ-πους,
eight feet long, broad or high, Plat.