ὀνειδιστής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />injurieux, outrageant.<br />'''Étymologie:''' [[ὀνειδίζω]]. | |btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />injurieux, outrageant.<br />'''Étymologie:''' [[ὀνειδίζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀνειδιστής:''' οῦ adj. m делающий упреки, порицающий (τῶν ἁμαρτημάτων Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀνειδιστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που χλευάζει ή κατηγορεί για [[κάτι]], με γεν. πράγμ., σε Αριστ. | |lsmtext='''ὀνειδιστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που χλευάζει ή κατηγορεί για [[κάτι]], με γεν. πράγμ., σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὀνειδιστής]], οῦ, ὁ, [from [[ὀνειδίζω]]<br />one who reproaches with a [[thing]], c. gen. rei, Arist. | |mdlsjtxt=[[ὀνειδιστής]], οῦ, ὁ, [from [[ὀνειδίζω]]<br />one who reproaches with a [[thing]], c. gen. rei, Arist. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:35, 3 October 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, one who reproaches with a thing, c. gen. rei, ἁμαρτημάτων, εὐεργετημάτων, Arist.Rh.1381b2.
German (Pape)
[Seite 345] ὁ, der Beschimpfende, Vorwürfe Machende, Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
injurieux, outrageant.
Étymologie: ὀνειδίζω.
Russian (Dvoretsky)
ὀνειδιστής: οῦ adj. m делающий упреки, порицающий (τῶν ἁμαρτημάτων Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀνειδιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ὀνειδίζων ἢ ψέγων διά τι, μετὰ γενικ. πράγμ., ἁμαρτημάτων, εὐεργετημάτων Ἀριστ. Ρητ. 2. 4. 16.
Greek Monolingual
ὀνειδιστής, ὁ (Α) ονειδίζω
αυτός που επιπλήττει ή κατηγορεί κάποιον για κάτι.
Greek Monotonic
ὀνειδιστής: -οῦ, ὁ, αυτός που χλευάζει ή κατηγορεί για κάτι, με γεν. πράγμ., σε Αριστ.
Middle Liddell
ὀνειδιστής, οῦ, ὁ, [from ὀνειδίζω
one who reproaches with a thing, c. gen. rei, Arist.