ὀκταμηνιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst

Menander, Monostichoi, 96
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui se passe <i>ou</i> arrive le 8ᵉ mois;<br /><b>2</b> qui dure huit mois, de huit mois.<br />'''Étymologie:''' [[ὀκτώ]], [[μήν]]².
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui se passe <i>ou</i> arrive le 8ᵉ mois;<br /><b>2</b> qui dure huit mois, de huit mois.<br />'''Étymologie:''' [[ὀκτώ]], [[μήν]]².
}}
{{elru
|elrutext='''ὀκταμηνιαῖος:''' Diod., Plut. = [[ὀκτάμηνος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[οχταμηνιαίος]], -α, -ο (Α ὀκταμηνιαῖος και ὀκτωμηνιαῖος, -α, -ον) [[οκτάμηνος]]<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[οκτώ]] μήνες («ὀκταμηνιαῖος [[χρόνος]]», πάπ.)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] [[οκτώ]] μηνών, [[οκτάμηνος]].
|mltxt=και [[οχταμηνιαίος]], -α, -ο (Α ὀκταμηνιαῖος και ὀκτωμηνιαῖος, -α, -ον) [[οκτάμηνος]]<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[οκτώ]] μήνες («ὀκταμηνιαῖος [[χρόνος]]», πάπ.)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] [[οκτώ]] μηνών, [[οκτάμηνος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀκταμηνιαῖος:''' Diod., Plut. = [[ὀκτάμηνος]].
}}
}}

Revision as of 21:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκταμηνῐαῖος Medium diacritics: ὀκταμηνιαῖος Low diacritics: οκταμηνιαίος Capitals: ΟΚΤΑΜΗΝΙΑΙΟΣ
Transliteration A: oktamēniaîos Transliteration B: oktamēniaios Transliteration C: oktaminiaios Beta Code: o)ktamhniai=os

English (LSJ)

α, ον, of eight months, ἀνοχαί D.S.14.38; χρόνος POxy.1627.9 (iv A.D.); eight months old, Ar. Byz.Epit.77.18.

German (Pape)

[Seite 317] = Folgdm, Plut. plac. phil. 5, 18.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui se passe ou arrive le 8ᵉ mois;
2 qui dure huit mois, de huit mois.
Étymologie: ὀκτώ, μήν².

Russian (Dvoretsky)

ὀκταμηνιαῖος: Diod., Plut. = ὀκτάμηνος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτᾰμηνῐαῖος: -α, -ον, ὁ ἐξ ὀκτὼ μηνῶν συνιστάμενος, ἀνοχαὶ Διόδ. 14. 38· ὁ κατὰ τὸν ὄγδοον μῆνα γεννηθείς, βρέφος Ἀλεξ. Ἀφροδ. Προβλ. 2. 47.

Greek Monolingual

και οχταμηνιαίος, -α, -ο (Α ὀκταμηνιαῖος και ὀκτωμηνιαῖος, -α, -ον) οκτάμηνος
1. αυτός που αποτελείται από οκτώ μήνες («ὀκταμηνιαῖος χρόνος», πάπ.)
2. αυτός που έχει ηλικία οκτώ μηνών, οκτάμηνος.