ὀκτάτονος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tendu en huit parties, au nombre de huit.<br />'''Étymologie:''' [[ὀκτώ]], [[τείνω]].
|btext=ος, ον :<br />tendu en huit parties, au nombre de huit.<br />'''Étymologie:''' [[ὀκτώ]], [[τείνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀκτάτονος:''' (ᾰ) восьмикратно протянутый: [[ὀκτάτονοι]] ἕλικες Anth. восемь щупальцев (осьминога).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀκτάτονος:''' [ᾰ], -ον, αυτός που εκτείνεται σε [[οκτώ]] μεριές, ἕλικες [[ὀκτάτονοι]], τα [[οκτώ]] πλοκάμια του χταποδιού, σε Ανθ.
|lsmtext='''ὀκτάτονος:''' [ᾰ], -ον, αυτός που εκτείνεται σε [[οκτώ]] μεριές, ἕλικες [[ὀκτάτονοι]], τα [[οκτώ]] πλοκάμια του χταποδιού, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀκτάτονος:''' (ᾰ) восьмикратно протянутый: [[ὀκτάτονοι]] ἕλικες Anth. восемь щупальцев (осьминога).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀκτά-˘τονος, ον,<br />[[eight]]-stretched, ἕλικες ὀκτ. the [[eight]] [[arms]] of the cuttlefish, Anth.
|mdlsjtxt=ὀκτά-˘τονος, ον,<br />[[eight]]-stretched, ἕλικες ὀκτ. the [[eight]] [[arms]] of the cuttlefish, Anth.
}}
}}

Revision as of 21:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκτάτονος Medium diacritics: ὀκτάτονος Low diacritics: οκτάτονος Capitals: ΟΚΤΑΤΟΝΟΣ
Transliteration A: oktátonos Transliteration B: oktatonos Transliteration C: oktatonos Beta Code: o)kta/tonos

English (LSJ)

ον, eight-stretched, ἕλικες ὀ. the eight arms of the octopus, AP9.14 (Antiphil.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tendu en huit parties, au nombre de huit.
Étymologie: ὀκτώ, τείνω.

Russian (Dvoretsky)

ὀκτάτονος: (ᾰ) восьмикратно протянутый: ὀκτάτονοι ἕλικες Anth. восемь щупальцев (осьминога).

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτάτονος: [ᾰ], -ον, ὀκτάτονοι ἕλικες, οἱ ὀκτὼ πλόκαμοι ἢ πόδες τοῦ πολύποδος, Ἀνθ. Π. 9. 14.

Greek Monolingual

ὀκτάτονος, -ον (Α)
(για χταπόδι) αυτός που έχει οκτώ πλοκάμους τους οποίους τεντώνει και αρπάζει τη λεία του («ὀκτάτονοι ἕλικες» — τα οκτώ πλοκάμια του χταποδιού, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οχτώ) + τόνος (< τείνω)].

Greek Monotonic

ὀκτάτονος: [ᾰ], -ον, αυτός που εκτείνεται σε οκτώ μεριές, ἕλικες ὀκτάτονοι, τα οκτώ πλοκάμια του χταποδιού, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὀκτά-˘τονος, ον,
eight-stretched, ἕλικες ὀκτ. the eight arms of the cuttlefish, Anth.