ὀρθόθριξ: Difference between revisions
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br />dont les cheveux se dressent ; qui fait dresser les cheveux.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρθός]], [[θρίξ]]. | |btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br />dont les cheveux se dressent ; qui fait dresser les cheveux.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρθός]], [[θρίξ]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀρθόθριξ:''' τρῐχος adj. со стоящими дыбом волосами или поднимающий волосы дыбом ([[φόβος]] Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀρθόθριξ:''' -τρῐχος, ὁ, ἡ, αυτός που οι [[τρίχες]] των μαλλιών του έχουν σηκωθεί όρθιες, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ὀρθόθριξ:''' -τρῐχος, ὁ, ἡ, αυτός που οι [[τρίχες]] των μαλλιών του έχουν σηκωθεί όρθιες, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὀρθό-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ,<br />with [[hair]] up-[[standing]], Aesch. | |mdlsjtxt=ὀρθό-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ,<br />with [[hair]] up-[[standing]], Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:35, 3 October 2022
English (LSJ)
-τριχος, ὁ, ἡ, with hair upstanding or making the hair stand on end, φόβος A. Ch. 32 (lyr.); φόβαι DH. 7.72.
German (Pape)
[Seite 374] τριχος, mit grade aufrecht stehenden, emporgesträubten Haaren, od. die Haare aufsträubend, φόβος, Aesch. Ch. 32.
French (Bailly abrégé)
ότριχος (ὁ, ἡ)
dont les cheveux se dressent ; qui fait dresser les cheveux.
Étymologie: ὀρθός, θρίξ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρθόθριξ: τρῐχος adj. со стоящими дыбом волосами или поднимающий волосы дыбом (φόβος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὀρθίας τὰς τρίχας του, ἢ ὁ ὀρθῶν τὰς τρίχας τινός, προξενῶν ἀνατριχίασιν, φόβος Αἰσχύλ. Χο. 32· πρβλ. ὀρθόκερως.
Greek Monolingual
ὀρθόθριξ, -τριχος, ό, ἡ (Α)
αυτός που έχει όρθιες, ανορθωμένες τις τρίχες του ή αυτός που ανορθώνει τις τρίχες άλλου, αυτός που προκαλεί ανατρίχιασμα (α. «ὀρθόθριξ φόβος», Αισχύλ.
β. «ὀρθότριχες φόβαι», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + θρίξ, τριχός (πρβλ. πυκνό-θριξ)].
Greek Monotonic
ὀρθόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, αυτός που οι τρίχες των μαλλιών του έχουν σηκωθεί όρθιες, σε Αισχύλ.