ὀρειχάλκινος: Difference between revisions
From LSJ
πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0372.png Seite 372]] aus dem folgenden Metalle gemacht; [[στήλη]], Plat. Critia. 119 c; Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0372.png Seite 372]] aus dem folgenden Metalle gemacht; [[στήλη]], Plat. Critia. 119 c; Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀρειχάλκῐνος:''' [[из желтой меди]], [[медный]] ([[στήλη]] Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀρειχάλκινος]], -ίνη, -ον) [[ορείχαλκος]]<br />κατασκευασμένος από ορείχαλκο, μπρούντζινος («ἐν στήλῃ γεγραμμένα ὀρειχαλκίνῃ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στον ορείχαλκο ή χαρακτηρίζεται από αυτόν<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ορειχάλκινη [[εποχή]]» — η δεύτερη προϊστορική [[περίοδος]] της μεταλλικής εποχής της ιστορίας του ανθρώπου. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ὀρειχάλκινος]], -ίνη, -ον) [[ορείχαλκος]]<br />κατασκευασμένος από ορείχαλκο, μπρούντζινος («ἐν στήλῃ γεγραμμένα ὀρειχαλκίνῃ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στον ορείχαλκο ή χαρακτηρίζεται από αυτόν<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ορειχάλκινη [[εποχή]]» — η δεύτερη προϊστορική [[περίοδος]] της μεταλλικής εποχής της ιστορίας του ανθρώπου. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 3 October 2022
English (LSJ)
η, ον, of orichalc, στήλη Pl.Criti.119c, cf. IG22.1533.24 (iv B. C.).
German (Pape)
[Seite 372] aus dem folgenden Metalle gemacht; στήλη, Plat. Critia. 119 c; Sp.
Russian (Dvoretsky)
ὀρειχάλκῐνος: из желтой меди, медный (στήλη Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρειχάλκῐνος: -η, -ον, ὁ ἐξ ὀρειχάλκου, στήλη Πλάτ. Κριτί. 119C.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀρειχάλκινος, -ίνη, -ον) ορείχαλκος
κατασκευασμένος από ορείχαλκο, μπρούντζινος («ἐν στήλῃ γεγραμμένα ὀρειχαλκίνῃ», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στον ορείχαλκο ή χαρακτηρίζεται από αυτόν
2. φρ. «ορειχάλκινη εποχή» — η δεύτερη προϊστορική περίοδος της μεταλλικής εποχής της ιστορίας του ανθρώπου.