ὀψωνιασμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> approvisionnement de vivres;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> solde militaire.<br />'''Étymologie:''' [[ὀψωνιάζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> approvisionnement de vivres;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> solde militaire.<br />'''Étymologie:''' [[ὀψωνιάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀψωνιασμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[снабжение продовольствием]] Men.;<br /><b class="num">2)</b> [[выдача продовольственных пайков]] (в армии) Polyb.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀψωνιασμός:''' ὁ, [[εξοπλισμός]] με προμήθειες τροφίμων, εφόδια και [[μισθοδοσία]] στρατεύματος, σε Πολύβ.
|lsmtext='''ὀψωνιασμός:''' ὁ, [[εξοπλισμός]] με προμήθειες τροφίμων, εφόδια και [[μισθοδοσία]] στρατεύματος, σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀψωνιασμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[снабжение продовольствием]] Men.;<br /><b class="num">2)</b> [[выдача продовольственных пайков]] (в армии) Polyb.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀψωνιασμός]], οῦ, ὁ, [from [[ὀψωνιάζω]]<br />a furnishing with provisions, the [[supplies]] and pay of an [[army]], Polyb.
|mdlsjtxt=[[ὀψωνιασμός]], οῦ, ὁ, [from [[ὀψωνιάζω]]<br />a furnishing with provisions, the [[supplies]] and pay of an [[army]], Polyb.
}}
}}

Revision as of 21:53, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψωνιασμός Medium diacritics: ὀψωνιασμός Low diacritics: οψωνιασμός Capitals: ΟΨΩΝΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: opsōniasmós Transliteration B: opsōniasmos Transliteration C: opsoniasmos Beta Code: o)ywniasmo/s

English (LSJ)

ὁ, A furnishing with provisions, Men.1050. 2 supplies and pay of an army, Plb.1.66.7, 1.69.7, D.H.8.68.

German (Pape)

[Seite 434] ὁ, Beköstigung, Verproviantirung, Sold, Pol. 1, 66, 7. 69, 7; vgl. Lob. Phryn. 420.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 approvisionnement de vivres;
2 p. ext. solde militaire.
Étymologie: ὀψωνιάζω.

Russian (Dvoretsky)

ὀψωνιασμός:
1) снабжение продовольствием Men.;
2) выдача продовольственных пайков (в армии) Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψωνιασμός: ὁ, τὸ ὀψωνεῖν, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 394, ἔνθα γράφεται καὶ ὀψωνισμός. 2) αἱ ζωοτροφίαι καὶ ὁ μισθὸς στρατεύματος, Πολύβ. 1. 66, 7., 69. 7· ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ Φρυνίχου, σ. 418, ἴδε σημ. Λοβεκ. ἐν σ. 420, f.

Greek Monolingual

ὀψωνιασμός, ὁ (Α) οψωνιάζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του οψωνιάζω, προμήθεια τροφίμων
2. οι ζωοτροφές και ο μισθός του στρατεύματος.

Greek Monotonic

ὀψωνιασμός: ὁ, εξοπλισμός με προμήθειες τροφίμων, εφόδια και μισθοδοσία στρατεύματος, σε Πολύβ.

Middle Liddell

ὀψωνιασμός, οῦ, ὁ, [from ὀψωνιάζω
a furnishing with provisions, the supplies and pay of an army, Polyb.