ὑπερβεβλημένως: Difference between revisions

From LSJ

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />d’une manière excessive <i>ou</i> extraordinaire.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερβάλλω]].
|btext=<i>adv.</i><br />d’une manière excessive <i>ou</i> extraordinaire.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερβάλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερβεβλημένως:''' [[неумеренно]], [[сверх всякой меры]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερβεβλημένως:''' επίρρ. του [[ὑπερβάλλω]], πέρα από [[κάθε]] μέτρο, υπέρμετρα, υπερβολικά, σε Αριστ.
|lsmtext='''ὑπερβεβλημένως:''' επίρρ. του [[ὑπερβάλλω]], πέρα από [[κάθε]] μέτρο, υπέρμετρα, υπερβολικά, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερβεβλημένως:''' [[неумеренно]], [[сверх всякой меры]] Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[adverb of [[ὑπερβάλλω]]<br />[[beyond]] all [[measure]], [[immoderately]], Arist.
|mdlsjtxt=[adverb of [[ὑπερβάλλω]]<br />[[beyond]] all [[measure]], [[immoderately]], Arist.
}}
}}

Revision as of 22:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερβεβλημένως Medium diacritics: ὑπερβεβλημένως Low diacritics: υπερβεβλημένως Capitals: ΥΠΕΡΒΕΒΛΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: hyperbeblēménōs Transliteration B: hyperbeblēmenōs Transliteration C: ypervevlimenos Beta Code: u(perbeblhme/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. of ὑπερβάλλω, beyond all measure, immoderately, Arist.EN1118a7.

French (Bailly abrégé)

adv.
d’une manière excessive ou extraordinaire.
Étymologie: ὑπερβάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερβεβλημένως: неумеренно, сверх всякой меры Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερβεβλημένως: Ἐπίρρ. τοῦ ὑπερβάλλω, ὑπὲρ πᾶν μέτρον, ὑπερμέτρως, ὑπερβολικῶς, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 10, 4.

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ. με μεγάλη υπερβολή, πέρα από κάθε μέτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβεβλημένος, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. ὑπερβάλλω + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monotonic

ὑπερβεβλημένως: επίρρ. του ὑπερβάλλω, πέρα από κάθε μέτρο, υπέρμετρα, υπερβολικά, σε Αριστ.

Middle Liddell

[adverb of ὑπερβάλλω
beyond all measure, immoderately, Arist.