ὑφημιόλιος: Difference between revisions
From LSJ
Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=u(fhmio/lios | |Beta Code=u(fhmio/lios | ||
|Definition=ον, of a number, [[stand]]ing to another [[number]] in the [[ratio]] of 1 to 1½, i.e. ⅔, the reciprocal of [[ἡμιόλιος]] (3/2), Arist.Metaph. 1021a1, Nicom.Ar.1.19. | |Definition=ον, of a number, [[stand]]ing to another [[number]] in the [[ratio]] of 1 to 1½, i.e. ⅔, the reciprocal of [[ἡμιόλιος]] (3/2), Arist.Metaph. 1021a1, Nicom.Ar.1.19. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑφημιόλιος:''' мат. обратный полуторному (т. е. в отношении 2 к<br /><b class="num">3)</b> Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(για δύο αριθμούς) αυτός που σε [[σχέση]] με τον [[άλλο]] έχει λόγο 1 [[πρός]] 1 ½, δηλ. ⅔.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἡμιόλιος]] «αυτός που αποτελείται από ένα όλο και το μισό του επί [[πλέον]]»]. | |mltxt=-ον, Α<br />(για δύο αριθμούς) αυτός που σε [[σχέση]] με τον [[άλλο]] έχει λόγο 1 [[πρός]] 1 ½, δηλ. ⅔.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἡμιόλιος]] «αυτός που αποτελείται από ένα όλο και το μισό του επί [[πλέον]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:10, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, of a number, standing to another number in the ratio of 1 to 1½, i.e. ⅔, the reciprocal of ἡμιόλιος (3/2), Arist.Metaph. 1021a1, Nicom.Ar.1.19.
Russian (Dvoretsky)
ὑφημιόλιος: мат. обратный полуторному (т. е. в отношении 2 к
3) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ὑφημιόλιος: -ον, ἐπὶ δύο ἀριθμῶν ὃν ὁ πρὸς ἀλλήλους λόγος εἶναι ὡς 1 πρὸς 1½, ἤτοι ⅔, τὸ ἀντίστροφον τοῦ ἡμιόλιος (3/2), ἴδε Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 3, Νικομ. Ἀριθμ. 1. 19, καὶ πρβλ. ὑπεπιμόριος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για δύο αριθμούς) αυτός που σε σχέση με τον άλλο έχει λόγο 1 πρός 1 ½, δηλ. ⅔.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἡμιόλιος «αυτός που αποτελείται από ένα όλο και το μισό του επί πλέον»].