ὑψίγυιος: Difference between revisions

From LSJ

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont les membres se dressent, aux membres élevés <i>(ép. d’une forêt)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[γυῖον]].
|btext=ος, ον :<br />dont les membres se dressent, aux membres élevés <i>(ép. d’une forêt)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[γυῖον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψίγυιος:''' [[высокоствольный]] ([[ἄλσος]] Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑψίγυιος:''' -ον, αυτός που έχει [[υψηλά]] χοντρά κλαδιά, αυτός που έχει ψηλό κορμό, σε Πίνδ.
|lsmtext='''ὑψίγυιος:''' -ον, αυτός που έχει [[υψηλά]] χοντρά κλαδιά, αυτός που έχει ψηλό κορμό, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψίγυιος:''' [[высокоствольный]] ([[ἄλσος]] Pind.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑψί-γυιος, ον,<br />with [[high]] limbs, [[high]]-stemmed, Pind.
|mdlsjtxt=ὑψί-γυιος, ον,<br />with [[high]] limbs, [[high]]-stemmed, Pind.
}}
}}

Revision as of 22:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐγυιος Medium diacritics: ὑψίγυιος Low diacritics: υψίγυιος Capitals: ΥΨΙΓΥΙΟΣ
Transliteration A: hypsígyios Transliteration B: hypsiguios Transliteration C: ypsigyios Beta Code: u(yi/guios

English (LSJ)

ον, high-stemmed, ἄλσος Pi.O.5.13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont les membres se dressent, aux membres élevés (ép. d’une forêt).
Étymologie: ὕψι, γυῖον.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίγυιος: высокоствольный (ἄλσος Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίγυιος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὰ γυῖα, δηλ. ὑψηλοὺς κορμοὺς καὶ κλάδους δένδρων, ὑψίγυιον ἄλσος Πινδ. Ο. 5. 30.

English (Slater)

ὑψῐγυιος high timbered κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος (O. 5.13)

Greek Monolingual

-ον, Α
(για άλσος) αυτός που έχει ψηλούς κορμούς και κλαδιά δένδρων («κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -γυιος (< γυῖον «μέλος»), πρβλ. εὔ-γυιος].

Greek Monotonic

ὑψίγυιος: -ον, αυτός που έχει υψηλά χοντρά κλαδιά, αυτός που έχει ψηλό κορμό, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ὑψί-γυιος, ον,
with high limbs, high-stemmed, Pind.