ὑψηλόκρημνος: Difference between revisions
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />aux escarpements élevés.<br />'''Étymologie:''' [[ὑψηλός]], [[κρημνός]]. | |btext=ος, ον :<br />aux escarpements élevés.<br />'''Étymologie:''' [[ὑψηλός]], [[κρημνός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑψηλόκρημνος:''' [[обрывистый]], [[с высокими кручами]] (πέτραι Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑψηλόκρημνος:''' -ον, αυτός που έχει ψηλούς γκρεμούς, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ὑψηλόκρημνος:''' -ον, αυτός που έχει ψηλούς γκρεμούς, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 22:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, with lofty cliffs, πέτραι A.Pr.5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux escarpements élevés.
Étymologie: ὑψηλός, κρημνός.
Russian (Dvoretsky)
ὑψηλόκρημνος: обрывистый, с высокими кручами (πέτραι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψηλόκρημνος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλοὺς κρημνούς, ὑψηλόκρημνοι πέτραι Αἰσχύλ. Πρ. 5· πρβλ. ὑψίκρημνος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς, ψηλούς βράχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + κρημνός «γκρεμός, φαράγγι» (πρβλ. πολύ-κρημνος)].
Greek Monotonic
ὑψηλόκρημνος: -ον, αυτός που έχει ψηλούς γκρεμούς, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ὑψηλό-κρημνος, ον,
with lofty cliffs, Aesch.