ὑπόσαλος: Difference between revisions
ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui a les flots sous lui ; vacillant.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σάλος]]. | |btext=ος, ον :<br />qui a les flots sous lui ; vacillant.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σάλος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπόσᾰλος:''' досл. покачивающийся на море, перен. качающийся, сотрясающийся (ἡ γῆ Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από [[θάλασσα]], [[ιδίως]] ταραγμένη<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που σαλεύει, που ταρακουνιέται λίγο («τῆς γῆς ὑποσάλου γενομένης», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὀδόντες ὑπόσαλοι» — δόντια που κουνιούνται, που [[είναι]] έτοιμα να πέσουν <b>(Διόσκ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σάλος]] «[[κίνηση]], [[ταραχή]], [[τρικυμία]]»]. | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από [[θάλασσα]], [[ιδίως]] ταραγμένη<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που σαλεύει, που ταρακουνιέται λίγο («τῆς γῆς ὑποσάλου γενομένης», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὀδόντες ὑπόσαλοι» — δόντια που κουνιούνται, που [[είναι]] έτοιμα να πέσουν <b>(Διόσκ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σάλος]] «[[κίνηση]], [[ταραχή]], [[τρικυμία]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A under the sea, νησίον Stad.72. II shaken underneath, undermined, γῆ Plu.2.434c (ὑπὸ σάλου codd.); ὀδόντες ὑ. loose teeth, Dsc.1.105.5.
German (Pape)
[Seite 1231] unter der Woge, bes. auf offenem, wogendem Meere. Dah. ein wenig schwankend, Plut.; ὀδόντες, etwas wackelnde Zähne, Diosc.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a les flots sous lui ; vacillant.
Étymologie: ὑπό, σάλος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόσᾰλος: досл. покачивающийся на море, перен. качающийся, сотрясающийся (ἡ γῆ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόσᾰλος: -ον, ὁ ὑπὸ τὴν θάλασσαν, νησίον Georg. Gr. min. τ. 2, σ. 449, Gail. ΙΙ. ὑποσειόμενος ὡς ὑπὸ θαλάσσης κάτωθεν, σειόμενος κάτωθεν, τῆς γῆς ὑποσάλου γενομένης, διάφορ. γραφ. ἐν Πλουτ. 2. 434C· ὀδόντες ὑπ., χαλαροὶ ὀδόντες, ὑποσαλευόμενοι, Διοσκ. 5. 119.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από θάλασσα, ιδίως ταραγμένη
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που σαλεύει, που ταρακουνιέται λίγο («τῆς γῆς ὑποσάλου γενομένης», Πλούτ.)
3. φρ. «ὀδόντες ὑπόσαλοι» — δόντια που κουνιούνται, που είναι έτοιμα να πέσουν (Διόσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σάλος «κίνηση, ταραχή, τρικυμία»].