δρόμων: Difference between revisions
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
(CSV import) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[δρόμων]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />πολεμικό ή εμπορικό ιστιοφόρο [[πλοίο]], [[κορβέτα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ελαφρό πολεμικό [[πλοίο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] καρκίνου, κάβουρα. | |mltxt=ο (AM [[δρόμων]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />πολεμικό ή εμπορικό ιστιοφόρο [[πλοίο]], [[κορβέτα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ελαφρό πολεμικό [[πλοίο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] καρκίνου, κάβουρα. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ωνος, ὁ<br /><b class="num">1</b> náut. [[barco ligero]] Procop.<i>Vand</i>.1.11.16, Lyd.<i>Mag</i>.2.14, cf. <i>IGChCycl</i>.79 (biz.), Zonar.p.570, dud. en <i>SB</i> 9855.4 (II d.C.).<br /><b class="num">2</b> zool., un tipo de [[cangrejo pequeño]], [[Cancer cursor]], prob. sinón. del llamado [[δρομίας]] q.u., Hsch. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 6 October 2022
English (LSJ)
ωνος, ὁ, A a light vessel, Procop.Vand.1.11, Lyd.Mag.2.14, etc. II = δρομίας 11, Hsch.
German (Pape)
[Seite 668] ωνος, ὁ, der Läufer, – a) eine Art Seekrebs, Hesych., vgl. δρομίας. – b) ein Schiff, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δρόμων: -ωνος, ὁ, ἐλαφρὸν ποιλάριον, ταχυναυτούσας ὁλκάδας, ἃς δρόμωνας εἴωθεν ὀνομάζειν τὸ πλῆθος Θεοφύλακτ. Σιμοκ. Ἱστορ. σ. 178, Βυζ. ΙΙ. εἶδός τι καρκίνου, ὡς ὁ δρομίας, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ο (AM δρόμων)
νεοελλ.
πολεμικό ή εμπορικό ιστιοφόρο πλοίο, κορβέτα
αρχ.-μσν.
ελαφρό πολεμικό πλοίο
αρχ.
είδος καρκίνου, κάβουρα.
Spanish (DGE)
-ωνος, ὁ
1 náut. barco ligero Procop.Vand.1.11.16, Lyd.Mag.2.14, cf. IGChCycl.79 (biz.), Zonar.p.570, dud. en SB 9855.4 (II d.C.).
2 zool., un tipo de cangrejo pequeño, Cancer cursor, prob. sinón. del llamado δρομίας q.u., Hsch.