ἀρότρευμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)ro/treuma
|Beta Code=a)ro/treuma
|Definition=ατος, τό, [[ploughing]]: metaph., [[generation]], <b class="b3">φύσεως ἀ. καινοῖς</b> Poet. ap. Stob.1.49.46.
|Definition=ατος, τό, [[ploughing]]: metaph., [[generation]], <b class="b3">φύσεως ἀ. καινοῖς</b> Poet. ap. Stob.1.49.46.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[arada]], [[labranza]], fig. [[generación]] φύσεως ἀροτρεύμασι καινοῖς Orác. en Stob.1.49.46.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρότρευμα''': -ατος, τὸ, ἀλέτρισμα, ὄργωμα, μεταφ., [[ἄλλος]] ἐξ ἄλλου γεννώμενος ἠδ’ ἀναβλαστῶν (μεταγεν. ἀντὶ ἀναβλαστάνων) ψυχοῦται γονίμου φύσεως ἀροτρεύμασι καινοῖς Ποιητ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1000.
|lstext='''ἀρότρευμα''': -ατος, τὸ, ἀλέτρισμα, ὄργωμα, μεταφ., [[ἄλλος]] ἐξ ἄλλου γεννώμενος ἠδ’ ἀναβλαστῶν (μεταγεν. ἀντὶ ἀναβλαστάνων) ψυχοῦται γονίμου φύσεως ἀροτρεύμασι καινοῖς Ποιητ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1000.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[arada]], [[labranza]], fig. [[generación]] φύσεως ἀροτρεύμασι καινοῖς Orác. en Stob.1.49.46.
}}
}}

Revision as of 16:55, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρότρευμα Medium diacritics: ἀρότρευμα Low diacritics: αρότρευμα Capitals: ΑΡΟΤΡΕΥΜΑ
Transliteration A: arótreuma Transliteration B: arotreuma Transliteration C: arotrevma Beta Code: a)ro/treuma

English (LSJ)

ατος, τό, ploughing: metaph., generation, φύσεως ἀ. καινοῖς Poet. ap. Stob.1.49.46.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
arada, labranza, fig. generación φύσεως ἀροτρεύμασι καινοῖς Orác. en Stob.1.49.46.

German (Pape)

[Seite 357] τό, das geackerte Land, auch Zeugung, Stob. ecl. phys. 1, p. 1000.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρότρευμα: -ατος, τὸ, ἀλέτρισμα, ὄργωμα, μεταφ., ἄλλος ἐξ ἄλλου γεννώμενος ἠδ’ ἀναβλαστῶν (μεταγεν. ἀντὶ ἀναβλαστάνων) ψυχοῦται γονίμου φύσεως ἀροτρεύμασι καινοῖς Ποιητ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1000.