infinito: Difference between revisions
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
(2) |
(CSV import) |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[δυσπεριόδευτος]], [[ | |sltx=[[δυσπεριόδευτος]], [[ἀέριος]], [[ἀδιέξοδος]], [[ἀδιεξόδευτος]], [[ἀμήρυτος]], [[ἀνάριθμος]], [[ἀνέκλειπτος]], [[ἀπέραντος]], [[ἀπέρατος]], [[ἀπείριτος]], [[ἀπείρων]], [[ἀπειρέσιος]], [[ἀπειρόγραφος]], [[ἀπεριόριστος]], [[ἀτέρμων]], [[ἀχώρητος]], [[ἀόριστος]], [[ἄβυσσος]], [[ἄπειρος]], [[ἄσπετος]], [[ἄτρυτος]], [[ἐνάπειρος]] | ||
}} | }} |
Revision as of 18:42, 10 October 2022
Latin > French (Gaffiot 2016)
īnfīnītō, à l’infini, infiniment : Plin. 25, 94 ; Quint. 11, 3, 4.
Latin > German (Georges)
īnfīnītō, Adv. (infinitus), unendlich, s. īnfīnītus, no. I, 2, c, α.
Spanish > Greek
δυσπεριόδευτος, ἀέριος, ἀδιέξοδος, ἀδιεξόδευτος, ἀμήρυτος, ἀνάριθμος, ἀνέκλειπτος, ἀπέραντος, ἀπέρατος, ἀπείριτος, ἀπείρων, ἀπειρέσιος, ἀπειρόγραφος, ἀπεριόριστος, ἀτέρμων, ἀχώρητος, ἀόριστος, ἄβυσσος, ἄπειρος, ἄσπετος, ἄτρυτος, ἐνάπειρος