εξευτελίζω: Difference between revisions
From LSJ
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ξευτελίζω]] (AM [[ἐξευτελίζω]]) [[ευτελίζω]]<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] ευτελές, [[εξαχρειώνω]] («κι αν δεν | |mltxt=και [[ξευτελίζω]] (AM [[ἐξευτελίζω]]) [[ευτελίζω]]<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] ευτελές, [[εξαχρειώνω]] («κι αν δεν μπορεῖς να κάνεις τη ζωή σου όπως τή θες, τοῦτο προσπάθησε [[τουλάχιστον]]<br />μην τήν εξευτελίζεις», Καβάφης)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>εξευτελίζομαι</i><br />[[χάνω]] την [[αξιοπρέπεια]] μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θεωρώ]] [[κάτι]] ευτελές<br /><b>2.</b> [[ελαττώνω]] [[πέρα]] από το κανονικό, [[περιορίζω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:10, 13 October 2022
Greek Monolingual
και ξευτελίζω (AM ἐξευτελίζω) ευτελίζω
καθιστώ κάτι ευτελές, εξαχρειώνω («κι αν δεν μπορεῖς να κάνεις τη ζωή σου όπως τή θες, τοῦτο προσπάθησε τουλάχιστον
μην τήν εξευτελίζεις», Καβάφης)
νεοελλ.
μέσ. εξευτελίζομαι
χάνω την αξιοπρέπεια μου
αρχ.
1. θεωρώ κάτι ευτελές
2. ελαττώνω πέρα από το κανονικό, περιορίζω.