ἑτοιμόδακρυς: Difference between revisions
From LSJ
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
mNo edit summary |
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑτοιμόδακρυς]] (ετοιμοδάκρυος), -υ (Μ)<br />ο [[επιρρεπής]] στα δάκρυα, αυτός που δακρύζει εύκολα ( | |mltxt=[[ἑτοιμόδακρυς]] (ετοιμοδάκρυος), -υ (Μ)<br />ο [[επιρρεπής]] στα δάκρυα, αυτός που δακρύζει εύκολα («συμπαθεῖς οἱ ἥρωες... καὶ ἑτοιμοδάκρυες», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> [[δάκρυ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:15, 13 October 2022
English (LSJ)
υ, gen. υος, easily moved to tears, Eust.115.30.
German (Pape)
[Seite 1052] zu Thränen geneigt, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτοιμόδακρυς: υ, γεν. -υος, εὐκόλως κινούμενος εἰς δάκρυα, Εὐστ. 115. 30.
Greek Monolingual
ἑτοιμόδακρυς (ετοιμοδάκρυος), -υ (Μ)
ο επιρρεπής στα δάκρυα, αυτός που δακρύζει εύκολα («συμπαθεῖς οἱ ἥρωες... καὶ ἑτοιμοδάκρυες», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + δάκρυ].