ὀρειλεχής: Difference between revisions
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀρειλεχής]], -ές (Α)<br />αυτός που κοιμάται ή κατοικεί στα όρη ( | |mltxt=[[ὀρειλεχής]], -ές (Α)<br />αυτός που κοιμάται ή κατοικεί στα όρη («ὀρειλεχεῖς λέοντες», Εμπεδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρει</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [II]) <span style="color: red;">+</span> -<i>λεχής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λέχος]] «[[κλίνη]]»), <b>πρβλ.</b> <i>γη</i>-<i>λεχής</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:20, 13 October 2022
English (LSJ)
ές, couching on the hills, λέοντες Emp.127.1.
German (Pape)
[Seite 371] ές, in den Bergen liegend, schlafend, λέοντες, Empedocl. 227 bei Ael. H. A. 12, 7.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a son repère dans les montagnes.
Étymologie: ὄρος, λέχος.
Russian (Dvoretsky)
ὀρειλεχής: имеющий логовище в горах (λέοντες Emped.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρειλεχής: -ές, ὁ κοιταζόμενος ἐπὶ τῶν ὀρέων, λέων Ἐμπεδ. 227.
Greek Monolingual
ὀρειλεχής, -ές (Α)
αυτός που κοιμάται ή κατοικεί στα όρη («ὀρειλεχεῖς λέοντες», Εμπεδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- (βλ. λ. όρος [II]) + -λεχής (< λέχος «κλίνη»), πρβλ. γη-λεχής].