ευπορώ: Difference between revisions Search Google

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω (ΑΜ εὐπορῶ) [[εύπορος]]<br />[[είμαι]] [[εύπορος]], έχω αρκετούς πόρους, έχω οικονομική [[άνεση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω τη [[δυνατότητα]], [[είμαι]] [[ικανός]] να... (α. «οὐκ εὐπορῶ καταλεπτῶς γράφειν σοι» β. «εὐπορῶ ὅ, τι [[λέγω]]» — έχω [[πάρα]] [[πολλά]] να πω<br />γ. «τοῦτο εὐπορῶ» — έχω έτοιμη την [[απάντηση]])<br /><b>2.</b> έχω, [[μπορώ]] να βρω εύκολα (α. «ἕτεροι δὲ οὐδὲ ἐξ αὐτῶν εὐποροῦσαν» β. «εὐπορῶ σίτων, χρημάτων κ.λπ.»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιτυγχάνω]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[διαρκώ]], διατηρούμαι με [[επιτυχία]] («[[ὅθεν]] ὁ [[πόλεμος]] εὐπορεῑ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παρέχω]], [[χορηγώ]] («εὐπορῶ [[δέκα]] μνᾱς τινι»)<br /><b>4.</b> (ως φιλοσοφ. όρος) έχω λύσει τις απορίες μου, έχω σαφή [[γνώση]] κάποιου θέματος.
|mltxt=-έω (ΑΜ εὐπορῶ) [[εύπορος]]<br />[[είμαι]] [[εύπορος]], έχω αρκετούς πόρους, έχω οικονομική [[άνεση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω τη [[δυνατότητα]], [[είμαι]] [[ικανός]] να... (α. «οὐκ εὐπορῶ καταλεπτῶς γράφειν σοι» β. «εὐπορῶ ὅ, τι [[λέγω]]» — έχω [[πάρα]] [[πολλά]] να πω<br />γ. «τοῦτο εὐπορῶ» — έχω έτοιμη την [[απάντηση]])<br /><b>2.</b> έχω, [[μπορώ]] να βρω εύκολα (α. «ἕτεροι δὲ οὐδὲ ἐξ αὐτῶν εὐποροῦσαν» β. «εὐπορῶ σίτων, χρημάτων κ.λπ.»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιτυγχάνω]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[διαρκώ]], διατηρούμαι με [[επιτυχία]] («[[ὅθεν]] ὁ [[πόλεμος]] εὐπορεῖ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παρέχω]], [[χορηγώ]] («εὐπορῶ [[δέκα]] μνᾱς τινι»)<br /><b>4.</b> (ως φιλοσοφ. όρος) έχω λύσει τις απορίες μου, έχω σαφή [[γνώση]] κάποιου θέματος.
}}
}}

Latest revision as of 09:30, 13 October 2022

Greek Monolingual

-έω (ΑΜ εὐπορῶ) εύπορος
είμαι εύπορος, έχω αρκετούς πόρους, έχω οικονομική άνεση
μσν.-αρχ.
1. έχω τη δυνατότητα, είμαι ικανός να... (α. «οὐκ εὐπορῶ καταλεπτῶς γράφειν σοι» β. «εὐπορῶ ὅ, τι λέγω» — έχω πάρα πολλά να πω
γ. «τοῦτο εὐπορῶ» — έχω έτοιμη την απάντηση)
2. έχω, μπορώ να βρω εύκολα (α. «ἕτεροι δὲ οὐδὲ ἐξ αὐτῶν εὐποροῦσαν» β. «εὐπορῶ σίτων, χρημάτων κ.λπ.»)
αρχ.
1. επιτυγχάνω κάτι
2. διαρκώ, διατηρούμαι με επιτυχίαὅθενπόλεμος εὐπορεῖ», Θουκ.)
3. παρέχω, χορηγώ («εὐπορῶ δέκα μνᾱς τινι»)
4. (ως φιλοσοφ. όρος) έχω λύσει τις απορίες μου, έχω σαφή γνώση κάποιου θέματος.