έγκειμαι: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512
(10)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἔγκειμαι]])<br />[[υπάρχω]], βρίσκομαι («εδώ έγκειται η [[δυσκολία]] του ζητήματος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> περιβάλλομαι («[[ἔγκειμαι]] μόχθοις»)<br /><b>2.</b> παρεμβάλλομαι<br /><b>3.</b> [[καταδιώκω]] επίμονα, [[πιέζω]] («ἐνέκειτο τῷ Περικλεῑ»)<br /><b>4.</b> (για [[συζήτηση]]) [[διαφωνώ]]<br /><b>5.</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[ενοχλητικός]]<br /><b>6.</b> [[ρέπω]], [[τείνω]] σε [[κάτι]].
|mltxt=(AM [[ἔγκειμαι]])<br />[[υπάρχω]], βρίσκομαι («εδώ έγκειται η [[δυσκολία]] του ζητήματος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> περιβάλλομαι («[[ἔγκειμαι]] μόχθοις»)<br /><b>2.</b> παρεμβάλλομαι<br /><b>3.</b> [[καταδιώκω]] επίμονα, [[πιέζω]] («ἐνέκειτο τῷ Περικλεῖ»)<br /><b>4.</b> (για [[συζήτηση]]) [[διαφωνώ]]<br /><b>5.</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[ενοχλητικός]]<br /><b>6.</b> [[ρέπω]], [[τείνω]] σε [[κάτι]].
}}
}}

Latest revision as of 09:30, 13 October 2022

Greek Monolingual

(AM ἔγκειμαι)
υπάρχω, βρίσκομαι («εδώ έγκειται η δυσκολία του ζητήματος»)
αρχ.
1. περιβάλλομαι («ἔγκειμαι μόχθοις»)
2. παρεμβάλλομαι
3. καταδιώκω επίμονα, πιέζω («ἐνέκειτο τῷ Περικλεῖ»)
4. (για συζήτηση) διαφωνώ
5. είμαι ή γίνομαι ενοχλητικός
6. ρέπω, τείνω σε κάτι.