κλεμμός: Difference between revisions

From LSJ

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source
(20)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κλεμμός]], ὁ (Μ) [[κλέπτω]]<br />[[κλέψιμο]] (α. «κλεμμὸ ἐκλέφτηκα» β. «ἄν κλεμμὸ νά κλεφτεῑ»).
|mltxt=[[κλεμμός]], ὁ (Μ) [[κλέπτω]]<br />[[κλέψιμο]] (α. «κλεμμὸ ἐκλέφτηκα» β. «ἄν κλεμμὸ νά κλεφτεῖ»).
}}
}}

Latest revision as of 09:40, 13 October 2022

Greek Monolingual

κλεμμός, ὁ (Μ) κλέπτω
κλέψιμο (α. «κλεμμὸ ἐκλέφτηκα» β. «ἄν κλεμμὸ νά κλεφτεῖ»).